Δευτέρα 4 Φεβρουαρίου 2013

ΔΗΜΗΤΡΗ ΜΑΘΙΟΥΔΑΚΗ

Αναζητώντας τη μπλε θεά

ΧΑΝΙΑ 2010

                                                           Παρουσίαση από το Νίκο Σκαρλάτο
Με ένα μυθιστόρημα, του οποίου η πλοκή εκτυλίσσεται ανάμεσα στο Σιδηρόκαστρο, την Αθήνα, τα Χανιά και τη Ν. Υόρκη, ο  ταξίαρχος ε.α και πολιτικός μηχανικός, Δημήτρης Μαθιουδάκης, μας μεταφέρει  μέσα από πραγματικές καταστάσεις, σε συναισθήματα, που φαίνεται να κλονίζουν τον ψυχικό κόσμο του Άρη, πρωταγωνιστή της ιστορίας του. Μέσα από πραγματικά γεγονότα, που σημάδεψαν την ιστορία της χώρας τα τελευταία εβδομήντα χρόνια, πλάθει με τη βοήθεια του μύθου σενάρια, που διαταράσσουν  την ψυχική του ηρεμία του και τον οδηγούν σε φαντασιώσεις. Φαντασιώσεις που ορθώνουν ένα φράγμα και εμποδίζουν τη Σοφία, τη «μπλε θεά», τη γυναίκα που πραγματικά ερωτεύτηκε, ν’ απομακρυνθεί από κοντά του επί δεκαετίες ολόκληρες, μετά τον τραγικό της θάνατό σε αεροπορικό δυστύχημα και να την επαναφέρουν διαρκώς στη μνήμη του, με τρόπους αρρωστημένους. Κάτω όμως από τις έμμονες ιδέες και ένοχές, που  διαφοροποιούν ανάλογα τη στάση και τη συμπεριφορά του πρωταγωνιστή,  θα διαπιστώσει ο αναγνώστης ότι, τα πραγματικά γεγονότα, όπως αυτά ιστορούνται στην εξέλιξη του μύθου, δεν είναι κατ’ ανάγκη απαραίτητο να έχουν αντίκρισμα στη ρεαλιστική πραγματικότητα. 
                                           
Με την αναφορά στα πραγματικά γεγονότα, που σημάδεψαν τη νεότερη Ελληνική ιστορία, πετυχαίνει ο συγγραφέας, να συνδέσει τον ήρωα του μ’ αυτά και να σκιαγραφήσει με πολύ επιδέξιο τρόπο, που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον του αναγνώστη, την προσωπικότητα του πρωταγωνιστή του και των προσώπων, που τον πλαισιώνουν.
Η μυθιστορία χωρίζεται σε τρία μέρη. Αναφέρεται σε τρεις περιόδους, που συνδέονται ενδεχομένως και με προσωπικά βιώματα του συγγραφέα. Τα πρόσωπα της μυθιστορίας είναι μέλη μιας φιλικής συντροφιάς, που δημιουργείται στο Σιδηρόκαστρο, όταν ο λοχαγός του Μηχανικού Άρης Αυγουστής,  αποφοιτώντας από το πολυτεχνείο, μετατέθηκε το 1969 στην πόλη, για την επίβλεψη εργασιών συντήρησης και αξιοποίησης των οχυρών στην περιοχή. Στο ακριτικό, για τα δεδομένα της εποχής εκείνης Σιδηρόκαστρο, συναντά τον παιδικό του φίλο από τα Χανιά, καθηγητή της Φυσικής Παύλο Αρώνη, ο οποίος λόγω των πολιτικών του φρονημάτων και της κατάστασης, που επικρατούσε «τότε», όπως και ο τίτλος του 1ου μέρους, μετατέθηκε με δυσμενή μετάθεση στο Γυμνάσιο της πόλης. Στην ίδια πόλη γνωρίζει και τον παπά Δημήτρη, φίλο του Παύλου με Κρητικές ρίζες, ο οποίος γίνεται για τους δύο παιδικούς φίλους και ιδιαίτερα για τον Άρη, το αόρατο στήριγμα του ορατού παπά, που έχει την ικανότητα να μεταφέρει χωρίς κόπο στους άλλους, την ξεκάθαρη του πίστη και το προσόν να μαλώνει πολλές φορές τους φίλους του, χωρίς αυτοί να θυμώνουν. Στη Μονάδα, που τοποθετήθηκε ο Άρης  συναντά  επίσης, το συνάδελφο και παλιό του φίλο   Βάσο Δημόπουλο, ο οποίος μαζί με τη μέλλουσα γυναίκα του την Έλλη,  βγάζουν πολλές φορές τον κεντρικό ήρωα από τα συναισθηματικά του αδιέξοδα.
Στο πρώτο μέρος, στο «τότε» ο συγγραφέας, εκτός από την αναφορά στα παιδικά βιώματα στα Χανιά κατά τη Γερμανική κατοχή, των δύο φίλων,  Άρη Αυγουστή και Παύλου Αρώνη, που στέρησαν από τον πρώτο την πατρική παρουσία, καταγράφει με λυρικό τρόπο, τα συναισθήματα του «πρωταγωνιστή» του, από την πρώτη ώρα της άφιξης του με το τρένο στο Σιδηρόκαστρο. Οι πρώτες εντυπώσεις προδιαθέτουν τον επισκέπτη και διαμορφώνουν ανάλογα τη διάθεσή του. Η ξεχασμένη πινακίδα που έγραφε το όνομα της πόλης και μια πόλη αόρατη, όπως την περιγράφει, από την απόσταση, τα δέντρα και το δειλινό, που κανένα ταξί δεν παρουσιάζονταν, για να μεταφέρει τους φορτωμένους ταξιδιώτες στο Σιδηρόκαστρο, ένα χιλιόμετρο τουλάχιστον πιο πάνω, ήταν οι πρώτες αρνητικές εικόνες από τη νέα του μετάθεση.
Ο αιφνιδιασμός του, όταν φθάνοντας στην πλατεία της πόλης, είδε για πρώτη φορά το λόφο με τον τεράστιο βράχο, που κρέμονταν κυριολεκτικά πάνω από τον κεντρικό δρόμο, η δυσκολία του να βρει ξενοδοχείο και οι σκέψεις του ότι θα ζούσε για κάποια χρόνια στο μέρος αυτό, οι συνέπειες που θα είχε η πολιτική ανωμαλία στην πατρίδα του, η άσχημη οικονομική του κατάσταση, ο πατέρας του, που είχε φύγει τόσο νωρίς από ένα βλήμα, η πρώην γυναίκας του, που ήταν ένα βλήμα και οι υποχρεώσεις του στη νέα του μονάδα, ήταν αυτά που τον βασάνιζαν την πρώτη βραδιά και δεν τον άφηναν να κοιμηθεί. Ο ύπνος είναι η ξεκούραση των ήρεμων και το μαρτύριο των ανήσυχων υποστηρίζει ο συγγραφέας.
 Η απογοήτευση που νιώθει, όταν την άλλη ημέρα το πρωί ψάχνοντας για σπίτι,  τον σταμάτησε ο αστυνομικός με τη μηχανή και του ζήτησε ταυτότητα. Η συγγνώμη που του απηύθυνε, όταν έμαθε το λόγο της παρουσίας του στην πόλη και η βοήθεια που του προσέφερε να βρει σπίτι, ο αντιπαθητικός ιδιοκτήτης και η πρώτη του συνάντηση με τον ιερέα το φίλο του Παύλου, δημιουργούν ποικίλα συναισθήματα στον Άρη, για το νέο περιβάλλον, στο οποίο έπρεπε να προσαρμοστεί.
Τα προβλήματα εκείνη την περίοδο για την εξεύρεση στέγης, που να ικανοποιεί βασικές ανάγκες ήταν πράγματι μεγάλα. Η απόσταση επίσης του σπιτιού από το στρατόπεδο και η ανάγκη της αγοράς ενός μικρού οχήματος, που θα προσέφερε τη δυνατότητα μιας απομάκρυνσης από τα καθημερινά προβλήματα και μιας διασκέδασης, ήταν οι πρώτες σκέψεις, οι οποίες με νομοτελειακή αλληλουχία στριφογύριζαν στο μυαλό του, για τη βελτίωση του επιπέδου της ζωής στην ακριτική πόλη.
Η μητέρα του, η μικρή του κόρη και η ζεστασιά  της όμορφης παρέας, που άρχισε σταδιακά να γίνεται πιο στενή,  συμπληρώνουν το κενό που άφησε στην ψυχή του νεαρού λοχαγού η απώλεια του πατέρα του από τη βόμβα Αγγλικού αεροπλάνου κατά τη διάρκεια της Γερμανικής κατοχής και ο πρόσφατος χωρισμός του, λόγω ασυμφωνίας χαρακτήρων με την γυναίκα  του, η οποία δεν μπορούσε να προσαρμοστεί στη ζωή του αξιωματικού. Του άφησε όμως ένα αγγελούδι, του οποίου δεν διεκδίκησε την επιμέλεια και ήταν ένα θαυμάσιο δώρο για τη μητέρα του, την κυρία Ευτυχία, που τον ακολουθούσε στις μεταθέσεις του.
Η Κλαίρη, η μικρή κόρη του Άρη, είναι το πρόσωπο της μυθιστορίας, που απαλύνει την αγωνία του πατέρα της και τον βοηθά να ισορροπήσει ψυχολογικά, όταν στη ζωή του εμφανίζεται η «μπλέ θεά». Ήταν η Σοφία, η αδελφή του παιδικού του φίλου Παύλου Αρώνη, που ήλθε στο Σιδηρόκαστρο να επισκεφθεί τον αδελφό της, μαζί με τον Τζών, συνάδελφο της  στη Σχολή Καλών Τεχνών του Πολυτεχνείου. Η φιλία και ο έρωτας κορυφώνουν την αγωνία  του πρωταγωνιστή του μύθου, ο οποίος προσπαθεί να ισορροπήσει ψυχολογικά. Η παρέμβαση του Βάσου Δημόπουλου στην φιλική συνάντηση στο σπίτι του Άρη με τα εδέσματα της κ. Ευτυχίας της μητέρας του, άνοιξε το δρόμο για μια σχέση και έναν αρραβώνα των δύο νέων, που ενέκρινε η μικρή κόρη του Άρη, η Κλαίρη, η οποία έβλεπε στο πρόσωπο της Σοφίας της όμορφης «μπλέ θεάς», τη νέα της μητέρα.
Από την πρώτη όμως στιγμή εμφανίστηκαν τα πρώτα προβλήματα όχι τόσο στη σχέση των δύο νέων, όσο, λόγω των φρονημάτων της οικογένειας του Παύλου Αρώνη, που καθιστούσαν απαγορευτική την έκδοση  άδειας γάμου, για έναν αξιωματικό εκείνη την εποχή. Τα προβλήματα αυτά, που αρχίζουν ν’ απομακρύνουν της Σοφία από κοντά του,  οδηγούν τον Άρη στην απόφαση να θυσιάσει με κάθε τρόπο την καριέρα του, για να παντρευτεί  τη «μπλέ θεά», όπως την έλεγαν οι συμφοιτητές της. Εκτός από την ομορφιά της, αγαπούσε και το μπλέ μαρέν, χρώμα, με το οποίο είχε συνεχώς πασαλιμμένα τα χέρια της, γι’ αυτό και της έδωσαν αυτό το όνομα.
Η ανοησία βέβαια την περίοδο εκείνη έφθανε σε τέτοιο βαθμό, που εκτιμούσαν τον άνθρωπο όχι από το χαρακτήρα του και τη μόρφωσή του, αλλά από τα πολιτικά του φρονήματα. Οι συναναστροφές, σύμφωνα με τη λαϊκή ρήση, «πες μου το φίλο σου να σου πω ποιος είσαι», καθόριζαν την εξέλιξη και τη σταδιοδρομία του κάθε πολίτη, όπως άλλωστε σε μικρότερο βαθμό συμβαίνει και σήμερα με τα κόμματα.  Ο Παύλος, αδελφός της Σοφίας, λόγω της κοινωνικής του σχέσης με το Φώτη Πολύζο, φαρμακοποιό  στο Σιδηρόκαστρο, του οποίου η σύζυγος κατάγονταν από το Ρέθυμνο και ήταν χουντικός, αν και διαφωνούσαν πολλές φορές μαζί, είχε λάβει πιστοποιητικό νομιμοφροσύνης, επειδή έκανε παρέα με πιστούς στην επανάσταση πολίτες.  Στην παρέα τους συμμετείχαν ενίοτε  ο πολυάσχολος  Δήμαρχος  της πόλης και ο παπά Δημήτρης, που σύχναζαν στο φαρμακείο,  αλλά ο Άρης πολύ λίγες φορές βρέθηκε μαζί τους.
Για την αδελφή του Παύλου, τη Σοφία, υπήρχαν αντιρρήσεις από την υπηρεσία του. Από το επιτελείο ανέθεσαν στο διοικητή του Άρη να τον προειδοποιήσει ότι, εάν δεν άλλαζε τις πολιτικές απόψεις της μέλλουσας συζύγου του και δεν την απομάκρυνε από το περιβάλλον του κ. Τζών, δεν θα του χορηγούνταν η απαραίτητη για τους αξιωματικούς άδεια γάμου και όλα αυτά έπρεπε να γίνουν άμεσα.
Οι καταστάσεις που ακολουθούν βγάζουν εκτός εαυτού το λοχαγό, τον οποίο συμπαρίσταται στη συναισθηματική του αυτή φόρτιση ο συνάδελφος τους, Βάσος Δημόπουλος. Μέσα από τη λογοτεχνική περιγραφή που κρατά αμείωτο το ενδιαφέρον θα βρει ο αναγνώστης και προσωπικά του ακόμη βιώματα από μια εποχή, που σημάδεψε την κοινωνική ζωή των κατοίκων αυτής της χώρας, αλλά πολύ περισσότερο των ίδιων των αξιωματικών.
Στις 8 Δεκεμβρίου του 1969, τρία ακριβώς χρόνια μετά το πολύνεκρο ναυάγιο του «Ηρακλείου» στη Φαλκονέρα μια νέα τραγωδία ήλθε να σφραγίσει τη χρονιά αυτή. Αεροπλάνο της «Ολυμπιακής», που προέρχονταν από τα Χανιά παρασύρθηκε από την κακοκαιρία και προσέκρουσε σε λόφο κοντά στην Κερατέα, στις 20.50 το βράδυ. Η καταχνιά του θανάτου σκέπασε την άλλη μέρα το πρωί το Σιδηρόκαστρο…..
Η μπλε θεά, που είχε πάει να επισκεφθεί τους γονείς της στα Χανιά ήταν μέσα στο μοιραίο αεροσκάφος. Η ανάγνωση του σημειωματάριου της, το μόνο που βρέθηκε στην τσάντα της, συγκλόνισε τον Άρη. «Είναι αλήθεια πως χρειάστηκα μήνες για ν’ αποφασίσω, έγραφε μεταξύ των άλλων, αλλά η πολιτική κατάσταση στην Ελλάδα είναι γεγονός που με επηρεάζει…. Ξέρω πως η ιδανική λύση θα ήταν να έπεφτε η χούντα και έτσι να μην υπήρχε το μοναδικό εμπόδιο… Η λύση είναι να παντρευτούμε…. αύριο».
Εναλλασσόμενα συναισθήματα μετά το τραγικό αυτό συμβάν, επισπεύδουν τις αποφάσεις του Άρη, για εκδίκηση κατά της χούντας, την οποία θεωρούσε υπεύθυνη για το θάνατο της αγαπημένης του, η οποία τον ακολουθεί σε όλη την υπόλοιπη ζωή του.
Μετά την αποστρατεία του κεντρικού ήρωα, που κατάφερε να την πετύχει επικαλούμενος ψυχολογικούς λόγους, το σκηνικό μεταφέρεται στην Αθήνα, όπου ο πρώην λοχαγός Άρης Αυγουστής ασκεί το επάγγελμα του πολιτικού μηχανικού. Συναντά τον Τζών το φίλο της Σοφίας, ο οποίος τον στηρίζει στα πρώτα του βήματα και αυτός τον βοηθά στην οργάνωση της ομάδας «Αγιάννη», από το όνομα του Τζών, με την οποία συμμετέχουν στην εξέγερση του Πολυτεχνείου. Με όσα βέβαια πραγματικά περιστατικά αναφέρει ο συγγραφέας, για την παρουσία στον περίβολο του ιδρύματος χαμηλόβαθμων αξιωματικών του στρατού με πολιτικά, μερικούς εκ των οποίων αναγνωρίζει ο Άρης, φωτίζεται και μια άλλη πτυχή αυτής της εξέγερσης, που επιβεβαιώνει όσους υποστηρίζουν την εκδοχή της προβοκάτσιας από τον Ιωαννίδη, για την ανατροπή του Παπαδόπουλου και την επιβολή των Αμερικανικών σχεδίων στο Κυπριακό.
Μετά τα γεγονότα που ακολούθησαν και την εξέγερση στο Πολυτεχνείο, που οδήγησαν τη χώρα σε μια άλλη χούντα πιο σκληρή και πιο αποφασιστική, η οποία με το πραξικόπημα στην Κύπρο, προκάλεσε την Τουρκική εισβολή και τη μεταπολίτευση στην Ελλάδα, εγκαθίσταται όλη η παρέα του Σιδηροκάστρου  στα Χανιά. Εκεί μεταφέρονται και οι επιχειρηματικές δραστηριότητες του Άρη Αυγουστή, ο οποίος παραδίδει πλέον το τεχνικό του γραφείο στην Κλαίρη, την κόρη του, η οποία τελείωσε την αρχιτεκτονική. Τα μέλη της παρέας του Σιδηροκάστρου,  βιώνοντας το «μετά»,  ζουν με τις αναμνήσεις και τις εμπειρίες από την εποχή της ηλιακής τους ωρίμανσης, μέσα από καινούργιες καταστάσεις, που συνεχίζουν να προκαλούν τον ψυχικό κόσμο του πρωταγωνιστή της ιστορίας. Μέσα από τις καταστάσεις αυτές τα παιδιά των μελών της παρέας βρίσκουν το δικό τους δρόμο και συμβάλλουν με το δικό τους τρόπο να βρει και ο Άρης την ψυχική του ηρεμία, την οποία βρίσκει μετά από το δεύτερο του ταξίδι στη Ν. Υόρκη.
Επικαλούμενος και το προλογικό σημείωμα στο βιβλίο, από τον Ιωάννη Απόστολου Γιαννουδάκη, θα συμφωνήσω πράγματι ότι ο αναγνώστης στα τρία μέρη του βιβλίου, διακρίνει καθαρά την αγωνία του «πρωταγωνιστή» του μύθου να ισορροπήσει ψυχολογικά και  να κατακτήσει βαθμιαία την ψυχική του ωριμότητα, με ισοδύναμα και αποκλειστικά του στηρίγματα τη φιλία και τον έρωτα. Μια ωριμότητα, η οποία λείπει απ’ την προσωπική του συνιστώσα, όπως καθαρά διαφαίνεται από την εξέλιξη γεγονότων σκέψεων και προθέσεων στο πρώτο και δεύτερο μέρος.
Ο αναγνώστης για να κατανοήσει την πρόθεση του συγγραφέα, οφείλει να ψάξει πέρα και πάνω από τα επί μέρους, την αιτιολογία τους και τη φαινόμενη πραγματικότητα τους. Να εμβαθύνει στην ψυχοσύνθεση του «πρωταγωνιστή», όπως αυτή συνεχώς ελίσσεται και διαμορφώνεται κάτω και μέσα απ’ τις συνθήκες της καθημερινότητάς του, ώστε να εντοπίσει και να αξιολογήσει τα στηρίγματα, τα οποία αυτός αναζητά και από τα οποία εξαρτά την ψυχική του ισορροπία.
Ακολουθώντας τον πρωταγωνιστή  Άρη Αυγουστή, στον ανορθόδοξο δρόμο προς την ψυχική του ωρίμανση και την κατάκτηση της πνευματικής του πληρότητας, μέσα από την όλη πλοκή αυτού του μυθιστορήματος, θα διαπιστώσουμε ότι η παρουσία του Τέλη και η απωθητική συμπεριφορά  του νεαρού φοιτητή, που γνώρισε ο Άρης πριν από την εξέγερση ακόμη του πολυτεχνείου στην Αθήνα, ήταν αυτή που δημιούργησε το φράγμα στο μυαλό του και εμπόδιζε τη μπλε θεά ν’ απομακρυνθεί από τη σκέψη του, για να ερωτευτεί πραγματικά μια άλλη γυναίκα.
Το μυθιστόρημα αυτό είναι ένας ύμνος στον έρωτα και τη φιλία, αλλά μέσα από τις σελίδες αυτού του βιβλίου αναδεικνύεται και μια πραγματική συνιστώσα. Είναι οι μνήμες και αναμνήσεις του πρωταγωνιστή και των ηρώων της ιστορίας, οι οποίοι συνέδεσαν ένα μέρος της ζωής τους με το Σιδηρόκαστρο, διατηρώντας, όπως φαίνεται τις καλλίτερες των αναμνήσεων, από μια άλλη βέβαια σκοτεινή εποχή, τελείως διαφορετική από τη σημερινή.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου