Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΟΛΗΣ

Κάθε οχυρωματικό έργο, μικρό ή μεγάλο,  αντανακλά τον πολιτισμό που το παρήγαγε.  Στο Βυζάντιο, η τεχνολογία κατασκευής των οχυρών εκτός από  την  αισθητική διάσταση προσέδιδε και κάποια μεταφυσική σ’ αυτά.                                   
 Η οικοδόμηση οχυρώσεων,  αποτελούσε  σε κάθε ιστορική περίοδο έκφραση  αμυντικών  αναγκών,  που  εξυπηρετούσαν  τον  ελιγμό και τα σχέδια, για την απόκρουση της επικρατούσας αίσθησης κινδύνου. Η οχυρωματική συνεπώς αρχιτεκτονική προσαρμόζονταν στις στρατιωτικές  κυρίως ανάγκες  και τα  αμυντικά σχέδια του κράτους, στη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.                                     



                                       1. Γενική άποψη του Βυζαντινού κάστρου Σιδηροκάστρου

Οι οχυρώσεις  πέρα  από  την αμυντική τους λειτουργία,  είχαν και ένα κρίσιμο αισθητικό ρόλο,  που  είχε  ως στόχο τον ψυχολογικό εντυπωσιασμό του επιτιθέμενου, αλλά και των υπερασπιστών τους. Για τους Βυζαντινούς  τα τείχη  ήταν  ιερά,  με ιδιαίτερη συναισθηματική  αξία. Η  επιβίωση  των  πληθυσμών  της  Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν κυρίως από  την  αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων.  Η  ενσωμάτωση  δε,  στις  επιφάνειες  των  τειχών  και πύργων ιερών και άλλων συμβόλων,  εκτιμούσαν ότι απέτρεπαν  τους πολιορκητές, διότι εξέφραζαν την έντονη συναισθηματική  σχέση των ανθρώπων με τους κτιστούς αυτούς όγκους.                    

Κάθε κάστρο αποτελούσε μέρος μιας αλυσίδας, γιατί έπρεπε να βλέπει και να επικοινωνεί  οπτικά με τ’  άλλα κάστρα. Ο τόπος επιλέγονταν,  ώστε  το  κάστρο  να  έχει  τη δυνατότητα προμήθειας πόσιμου νερού από κρυφή πηγή και παροχή,  για να μην  μπορεί ακόμη και το  αλμυροταϊσμένο άλογο του πολιορκητή να εντοπίσει και ν’ αποκαλύψει στ’ αφεντικό του την παροχή, χτυπώντας με την οπλή του στο χώμα.           Επιδίωξη  ακόμη  του  αρχιτέκτονα ήταν και η κατασκευή κρυφής  εξόδου  και  σήραγγας,  για  τη  διαφυγή  των υπερασπιστών του κάστρου.                                                                                      
Για τις οικοδομικές  φάσεις  των  κάστρων  ελάχιστα  πράγματα είναι  γνωστά,  διότι  όταν  έπεφταν  ή  παραδίδονταν  ξαναχρησιμοποιούνταν από τον κατακτητή τους. Τα  κάστρα,  όπως  πολλές  από  τις σύγχρονες οχυρώσεις, ήταν περίκλειστες τοποθεσίες,  που περιέβαλαν ακόμη με τα τείχη τους πόλεις και μοναστήρια. Ως μεμονωμένα δε φρούρια, είχαν σκοπό να  φυλάγουν  κλεισούρες  και  διαβάσεις,  αμοιβαία  υποστηριζόμενα από την απέναντι πλευρά από ανεξάρτητους πύργους. Έτσι υποστηρίζονταν και το κάστρο του  Σιδηροκάστρου, έχοντας απέναντί του  τον  πύργο  του  Ανδρόνικου  του  Γ΄,  στην  αντίπερα  όχθη   του  ποταμού Κρουσοβίτη ή Αχλαδίτη.                                               

Η  περιοχή του Σιδηροκάστρου, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και των πολιτικών ανακατατάξεων, αδιαμφισβήτητα έχει  τη μακρύτερη ιστορία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής από οποιοδήποτε άλλη περιοχή της Ευρώπης, διότι από την αρχαιότητα υπήρξε θέατρο συνεχών μετακινήσεων διάφορων λαών, αλλά και κυματοθραύστης επιδρομών ενοχλητικών  και  οδυνηρών  για  τον Ελληνισμό, κυρίως την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.                                                          
Η οικοδόμηση  οχυρώσεων  κυριαρχήθηκε  στα  πρώτα στάδια, από τις  ανάγκες  της  όψιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία στη συνέχεια εκχριστιανίστηκε και ονομάσθηκε Βυζαντινή από τους σύγχρονους ιστορικούς. Οι  πρώτοι μάλιστα Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, έριξαν όλο το βάρος των προσπαθειών τους στην απόκρουση των επαναλαμβανόμενων Βαρβαρικών επιδρομών, εφαρμόζοντας διάφορες στρατηγικές, που στηρίζονταν κυρίως στον ελιγμό και λιγότερο στην οχύρωση.           

Ο  Μέγας  Κωνσταντίνος ( 337-371 μ.Χ ),  ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου,  που επιχείρησε  τη συστηματική ανοικοδόμηση  των  παλαιότερων  οχυρώσεων κατά μήκος του Δούναβη ποταμού.  Ακολούθησαν ο Θεοδόσιος ο Α΄ ( 371-395 μ.Χ) και άλλοι Αυτοκράτορες,  μέχρι  τον  Ιουστινιανό το Μεγάλο (528-565 μ.Χ),  ο οποίος ήταν  και  ο τελευταίος,  που  επεχείρησε ν’ ανοικοδομήσει οχυρά στη συνοριακή γραμμή του Δούναβη.   Ο  Ιουστινιανός ο Μέγας,  ήταν  ταυτόχρονα  αυτός  που  άρχισε και  την  ανοικοδόμηση  οχυρώσεων  στο  εσωτερικό της Αυτοκρατορίας.  Όπως  αναφέρει  ο  ιστορικός Προκόπιος, ο Ιουστινιανός έκτισε 146  νέα  φρούρια και αποκατέστησε 248 παλαιά, μόνο μέσα στα Βαλκάνια.                                                                  

Η δεύτερη σειρά φρουρίων,  η οποία άρχισε να κατασκευάζεται την  ίδια  εποχή, συνεχίσθηκε τα επόμενα διακόσια χρόνια, παρακολουθώντας την Εγνατία οδό.  Άρχιζε  από  το Δυρράχιο  και μέσω Αχρίδας, Στρώμνιτσας, Μελενίκου ή βορειότερα,  έφθανε μέχρι τη Μήδεια στη Μαύρη θάλασσα.                                                                                                         

Μια  τρίτη σειρά,  η οποία  κτίσθηκε  επίσης  αργότερα,  άρχιζε και αυτή  από  το Δυρράχιο ή την Πρέβεζα και μέσω Αχρίδας ή Λάρισας, Κοζάνης Βέροιας και Νάουσας, κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί  δια  των  στενών της Ρεντίνας και της Νεάπολης (Καβάλας), κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη.  Αυτές    ήσαν κυρίως οχυρώσεις πόλεων,  που  είχαν τη δυνατότητα άμυνας και προστασίας της πόλης σε περιόδους επιδρομών.                                     

                                    
                         2. Ερείπια πύργων του Βυζαντινού κάστρου Σιδηροκάστρου

Την  περίοδο, που αρχίζει να παρουσιάζεται έντονη οχυρωματική δραστηριότητα στην Αυτοκρατορία, εμφανίζεται και η μαζική εισβολή  στα  Βαλκάνια  των  Αβάρων  και  των Σλάβων, από τις οποίες η Αυτοκρατορία  δεν  θα  συνέρχονταν πλήρως. Αν όμως, οι Άβαροι υποχώρησαν από τη Βαλκανική σκηνή, οι Σλάβοι και ιδιαίτερα οι Βούλγαροι,  έγιναν  μόνιμοι κάτοικοί της και αποδείχθηκαν μόνιμη πρόκληση για τους επόμενους αιώνες.               

Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, από τότε ακόμη μέχρι τις ημέρες μας, σε περιόδους ειρήνης, ζούσαν και ζουν καθημερινά την προετοιμασία του πολέμου. Γι’ αυτό  και  η  ζωή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με το σύνολο των οχυρώσεων.  Στην περιοχή αυτή δοκιμάσθηκε το σύνολο της  οχυρωτικής σκέψης  και  πρακτικής,  διότι πρότυπο της  αρχιτεκτονικής  των  οχυρώσεων του Ρούπελ ή «Γραμμής Μεταξά» υπήρξε το Βυζαντινό κάστρο.                                   

Η εμφάνιση της πυρίτιδας και η εξέλιξη των πυροβόλων όπλων από τον 14ο αιώνα, όπως είναι λογικό, αλλάζει κυρίως την αρχιτεκτονική τους  και  καθόλου  σχεδόν  την εσωτερική τους κάτοψη και λειτουργικότητα. Από υπέργεια και επιβλητικά, που δέσποζαν των υψωμάτων  με τους μεγαλοπρεπείς πύργους τους,  γίνονται πλέον υπόγεια, για  να  παρέχουν  και  την  ανάλογη  προστασία  στους υπερασπιστές τους.                                                         

Τα  μεσαιωνικά  κάστρα,  διακρίνονται από πλευράς αντικειμένου προστασίας και λειτουργίας σε τρεις κατηγορίες:            
- Σε μεγάλα οχυρά πόλεων, με δυνατότητα  άμυνας και προστασίας της πόλης σε περιόδους επιδρομών.                           
- Σε στρατιωτικά κάστρα, μικρά σε μέγεθος, αλλά  πολύ ισχυρά  σε κατασκευή, μέσα στα οποία υπήρχε και η κατοικία  του ηγεμόνα ή φεουδάρχου, ο οποίος συνήθως ήταν και διοικητής του στρατιωτικού τμήματος ή κλιμακίου και                                      
- Σε οχυρωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα.                                   
                                                                                                      
Τα  Βυζαντινά κάστρα, όπως το κάστρο του Σιδηροκάστρου είναι   κτισμένα  πάνω  σε παλιά θεμέλια, που τα χαρακτηριστικά τους οδηγούν σε αρχαίες οχυρώσεις.  Ο  αστικός ιστός επίσης, διαμορφώνεται πάνω σε προγενέστερο υπόβαθρο.                                     

Τα χαρακτηριστικά των πρώτων  κάστρων  και φρουρίων, διακρίνονται  από  σχετικά  λεπτούς τοίχους,  αλλά υψηλούς με επάλξεις, χωρίς να  έχουν  κάποια  διαπλάτυνση στη βάση τους. Η είσοδος τους ήταν στενή, διότι εκπορθούνταν κυρίως με παραβίαση  κάποιας εισόδου ή με αναρρίχηση. Μετά την είσοδο υπήρχε προθάλαμος για τον έλεγχο των επισκεπτών, αλλά και την εξόντωση ανεπιθύμητων επισκεπτών, όταν εκπορθούνταν η κυρία είσοδος. Οι πύργοι τους ήταν ημικυκλικοί ή τετράγωνοι με επάλξεις, ενώ εσωτερικός περίδρομος τους συνέδεε μεταξύ τους. Τα  μεταγενέστερα  κάστρα  κτίζονταν  με  πιο ισχυρά τείχη και ισχυρές βάσεις,  διότι  εκπορθούνταν  με  πολιορκητικούς  κριούς  και άλλα μέσα.                        

Η  ανακάλυψη  και  χρήση  της  πυρίτιδας  υποχρέωσε και τους  αρχιτέκτονες,  να  βελτιώσουν  ακόμη  περισσότερο  την αντοχή τους. Έτσι πλέον αρχίζουν,  εκτός  από  το  πάχος  των τειχών και την εκμετάλλευση της  διαμόρφωσης  του  εδάφους, ν’  αποκτούν  και δεύτερο εσωτερικό τοίχο  με πατημένο χώμα, για να ενισχύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη βάση τους.                                                             

Το ύψος  των  τειχών  έφθανε  συνήθως  τα  δέκα  μέτρα  και το πλάτος τους άρχιζε από το 1.80 μ και έφθανε τα 2,5 μ τουλάχιστον.              Στο εσωτερικό ή την ενδοχώρα,  τα κάστρα κτίζονταν με πέτρα ασβεστόλιθου και  ως  κονίαμα  χρησιμοποιούσαν  άμμο και ασβέστη. Ανάμεσα  στους  λίθους ή σε δύσκολα σημεία, κυρίως  στα  μεταγενέστερα κάστρα,  χρησιμοποιούσαν  (βήσαλα)  πλίνθους,  ενώ  στα πολύ παλαιά, επαναχρησιμοποιούσαν το αρχαίο υλικό. Για την κατασκευή  του κάστρου του Σιδηροκάστρου χρησιμοποιήθηκαν  κυρίως  πέτρες- βότσαλα  από  τον ποταμό Κρουσοβίτη, ο οποίος διαρρέει την πόλη.                                                      

Οχυρά φρούρια, που κτίζονταν πάνω σε υψώματα και βράχους, που η μια τους πλευρά ήταν απότομη ή απόκρημνη, διακρίνονταν για τη σοφή επιλογή της θέσεως τους, η οποία επηρέαζε και ισχυροποιούσε την αντίστασή τους.                             
Πίσω από τις επάλξεις, υπήρχε  διπλός  περίδρομος σε διαφορετικό  ύψος,  ενώ  ο  ιστός  των  εγκαταστάσεων  στρατωνισμού,   γραφείων και αποθηκών μέσα στο κάστρο ήταν πυκνός,  λόγω της στενότητας του χώρου, όπως συμβαίνει και στα σύγχρονα οχυρά. Στο πιο  ασφαλές  και  ζωτικό  σημείο του κάστρου δέσποζε το φρούριο  ή  Ακρόπολη,  όπως ονομάζονταν. 

                                                   3. Η ακρόπολη του Βυζαντινού κάστρου

Μέσα  στο φρούριο, το οποίο ήταν  η  πιο  ασφαλής  περιοχή,  διέμεναν  οι καστροφύλακες και στεγάζονταν  όλες  οι  στρατιωτικές  ή  κρατικές  υπηρεσίες. Μέσα σ’  αυτό  επίσης,  διανυκτέρευαν και οι επίσημοι επισκέπτες, ταχυδρόμοι κ.λ.π.                                                

Σε περίοπτη  θέση  του κάστρου,  κτίζονταν  η  εκκλησία,  προς τιμή  της  Παναγίας  του Κάστρου, της Καστριώτισας ή Καστριανής. Θεμέλια της εκκλησίας σώζονται μέχρι σήμερα, μέσα στο κάστρο του Σιδηροκάστρου.                                                                                             



                    4.Θεμέλια εκκλησίας Βυζαντινού κάστρου. Στο βάθος ο Μαύρος Βράχος σε σχήμα  
                                  γινανταίας  ανεστραμμένης κεφαλής, που ατενίζει τον ουρανό.

Όπου υπήρχε κενό ανάμεσα στις εγκαταστάσεις, κατασκεύαζαν υπόγεια « κινστέρνα »,  (δεξαμενές  ομβρίων υδάτων),  με  κουρασάνι, ένα  ειδικό  κεραμοκονίαμα,  δια μαλάξεως κεράμων ασβέστη και άμμου, με σκοπό να συγκρατούν το νερό επί πολλές ημέρες.               

Έξω  από  τα τείχη του κάστρου, υπήρχε το νεκροταφείο των υπερασπιστών του, με παρεκκλήσι προς τιμή συνήθως του Αγίου Αθανασίου,  του  Ιωάννη του Προδρόμου ή  της  Αγίας Παρασκευής. Η ανεύρεση  οστών  στην τούμπα (τύμβο),  40 μ. ΝΑ  και  δίπλα  από  την υπάρχουσα  σήμερα  υδατοδεξαμενή ( παλιό υδραγωγείο)  έξω από το κάστρο  του  Σιδηροκάστρου,  κατά  τη  διάνοιξη  πρόσβασης  για  τα οχήματα,  μαρτυρεί  ότι  στη  θέση  αυτή  βρίσκονταν το νεκροταφείο των υπερασπιστών του.                                                       
Τα πιο ισχυρά και πιο γερά κάστρα, συνήθιζαν να τ’ αποκαλούν σιδηρόκαστρα, ενώ τα’ ανίσχυρα,  που τα θεωρούσαν ως «αχαμνά» τ’ αποκαλούσαν «Ξυλόκαστρα». Το κάστρο του Σιδηροκάστρου,  από το οποίο προέρχεται και η ονομασία  της  πόλης,  ήταν  κατά  τον Ιωάννη τον Κατακουζηνό: «το των τειχών ευπαγές και λίαν οχυρόν».                                                          

Είναι γνωστό  επίσης, ότι  οι  Σλάβοι,  οι Άραβες και οι Νορμανδοί, δεν έκτιζαν κάστρα, διότι εισέβαλαν κυρίως  στη  Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όχι για να την υποδουλώσουν, αλλά για αρπάξουν  και  να λεηλατήσουν. Το κάστρο του Σιδηροκάστρου, όπως και όλα τα  κάστρα κατά μήκος της κοιλάδας του Στρυμόνα ποτ. κτίσθηκε τον 7ο μ.Χ αιώνα σε μια περίοδο, που οι επιδρομές των Σλάβων έγιναν πλέον  μόνιμη πληγή για την Αυτοκρατορία.                                                                      

Ο γεωγραφικός χώρος της κοιλάδας του Στρυμόνα  αποτελούσε τον κύριο , σύντομο και μοναδικό για την εποχή εκείνη, άξονα επικοινωνίας μεταξύ των Παραδουνάβιων περιοχών με την  Ανατολική Μεσόγειο.                                                                             

Αυτοκράτορας,  την  περίοδο  που κτίσθηκε το κάστρο, ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, (718-775 μ.Χ ), γιός του σπαθαρίου Λέοντα, που κατάγονταν από την Ισαυρία. Λέγεται ακόμη ότι ο Αυτοκράτορας αυτός, κατά τη βάπτισή του,  την ώρα που βυθίζονταν στην κολυμβήθρα  από τον Πατριάρχη Γερμανό, αφόδευσε και έκτοτε έφερε  την επωνυμία, ονειδιστικά υπό των αντιπάλων του, ως Κοπρώνυμος ή  Καβαλλίνος. Μάλιστα, ο αγιότατος Πατριάρχης Γερμανός είπε σχετικά:                                    
“Σημείον τούτο εστί του τη εκκλησία και τοις ευσεβείν ηρημένοις  μέγα το παιδίον τούτο χρηματίσαι κακόν”. 
(Σημάδι  είναι,  ότι το παιδί αυτό θα αποβεί μεγάλη συμφορά για την εκκλησία και όσους τιμούν  την  ευσέβεια).                 

Πράγματι ο  Κωνσταντίνος  ο Ε΄, υπήρξε και ο φανατικότερος από τους εικονομάχους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου.Ο  Κοπρώνυμος  εξόρμησε πολλές φορές κατά των Βουλγάρων. Την πρώτη μάλιστα φορά, που συγκρούσθηκε μαζί τους, είχε μεγάλες απώλειες  όχι μόνο σε απλούς στρατιώτες, αλλά σε ευγενείς και στρατηγούς, οπότε  αναγκάσθηκε  να επιστρέψει ηττημένος. Αυτό πιθανόν τον οδήγησε  στην  απόφαση να οχυρώσει την περιοχή.  Ήδη  από την περίοδο  ακόμη  που  ήταν  ανήλικος,  ο πατέρας του εκμεταλλεύθηκε ένα μεγάλο σεισμό που έγινε στην Κωνσταντινούπολη  και  διέταξε να αυξηθούν  οι  φόροι  για την γρήγορη ανοικοδόμηση των τειχών. Από τότε καθιερώθηκε η είσπραξη αυτή,  σύμφωνα με την οποία για κάθε χρυσό νόμισμα εισπράττονταν εικοσιτέσσερις φόλες επιπλέον.     

Διοικητής του Θέματος  της  Θεσσαλονίκης  και  Δεσπότης των Σερρών,  ήταν  την  περίοδο  αυτή, ο Βασίλειος ο Κατακουζηνός, ενώ Αρχιτέκτονας του κάστρου,  ήταν  ο  ειδικός  στη  σχεδίαση και κατασκευή οχυρώσεων Ορέστης,  ο οποίος  έκτισε  επίσης, τα κάστρα του Κλειδίου και των Σερρών.                                                                 
Το κάστρο είναι  περιτειχισμένο  με μακρά τείχη,  τμήματα των οποίων σώζονται ακόμη,  ενώ  κατά  μήκος  των τειχών αυτών και σε απόσταση περίπου  40 με 50 μ.  μεταξύ τους,  υψώνονταν ημικυκλικοί πύργοι. Στο  εσωτερικό,  θεμελιώσεις, μας  προσδιορίζουν  τη  θέση της εκκλησίας  και  άλλων εγκαταστάσεων,  ενώ σώζονται ακόμη και αρκετά  «κινστέρνα».                               

Κατά την παράδοση,  υπόγεια  σήραγγα  ένωνε το κάστρο με το τη συνοικία «Βαρόσι», όπου κατοικούσαν οι οικογένειες των καστροφυλάκων και αποτελούσε τον κύριο ιστό,  την  αγορά, του ιδρυθέντος αστικού κέντρου.                                                                   


                                                 5. Η συνοικία Βαρόσι απέναντι απο το κάστρο 

Το κάστρο επεκτάθηκε  προς  τα ανατολικά τον 10ο μ.Χ αιώνα,  λίγα  χρόνια  πριν  από  τη  μεγάλη μάχη του Κλειδίου (1014 μ.Χ), επί Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969 μ.Χ).          

Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, με ορμητήριο του την περιοχή του Σιδηροκάστρου,          τρεις φορές συγκρούσθηκε  με τους Βουλγάρους στη θέση Κλειδί, προξενώντας σ’ αυτούς μεγάλες ζημιές.  Την άνοιξη όμως, του 1014 μ.Χ, κατέστρεψε ολοκληρωτικά   το   στρατό  του Σαμουήλ, εφαρμόζοντας τον κυκλωτικό ελιγμό απαλλάσσοντας επί εκατό και πλέον χρόνια την Αυτοκρατορία από τις επιδρομές τους. 

Από το  1185  μέχρι  το  1190  μ.Χ,  το Σιδηρόκαστρο και το κάστρο, πέρασαν στην κατοχή των Νορμανδών. Η  περίοδος αυτή, ήταν σχετικά  σύντομη, γιατί  οι  Βυζαντινοί,  κατάφεραν  να  τους απωθήσουν, τρέποντας αυτούς σε φυγή κ αι ν’ ανακαταλάβουν την περιοχή.   

Το 1204 μ.Χ,  όταν  η  Κωνσταντινούπολη έπεσε  στα χέρια των σταυροφόρων της  Δ΄ σταυροφορίας, ο  Βούλγαρος  Κράλης  και  ηγεμόνας  Ιωαννίτσης,  επωφελούμενος  από  την κατάσταση στην περιοχή,  πέρασε  τα  στενά  της  Κρέσνας  εισβάλοντας  στην  περιοχή  και έφθασε  μέχρι  τις Σέρρες, σπέρνοντας στο δρόμο του φωτιά και σίδερο.                                            

Παρά  την επιθετική  του  ορμή  και  ισχύ, δεν κατάφερε να κυριεύσει το κάστρο του Σιδηροκάστρου. Την εκδικητική του όμως μανία την πλήρωσαν οι Σέρρες.

Ο Ιωάννης Βατάτζης (1222-1255 μ.Χ), ανακαταλαμβάνει το Σιδηρόκαστρο και όλες τις άλλες πόλεις της άνω κοιλάδας του Στρυμόνα ποτ. από τους Βουλγάρους. Από το  1328- 1341μ.Χ, όταν Αυτοκράτορας στο Βυζάντιο  ήταν ο Ανδρόνικος  ο  Γ΄,  το  κάστρο  ανακαινίσθηκε  και  πλαισιώθηκε με πρόσθετα αμυντικά έργα, πύργους κ.λ.π

Την περίοδο αυτή,  κτίσθηκε  και ο πύργος, που φέρει το όνομα του Αυτοκράτορα στην αντίπερα όχθη του Κρουσοβίτη ποτ, απέναντι από το κάστρο,  δίπλα  στην  παλιά  θολωτή  πέτρινη γέφυρα, η οποία  αποτελούσε  κι’ αυτή,  ένα  υπέροχο μνημείο αρχιτεκτονικής αισθητικής του χώρου. Δυστυχώς  το μνημείο αυτό, δεν άντεξε τη φθορά του χρόνου και κάποιοι νεότεροι, θεώρησαν σκόπιμη  την  κατεδάφισή της και την κατασκευή μιας σύγχρονης και χωρίς αισθητική γέφυρας.                                                                                    


       6. Ο Βυζαντινός πύργος του Ανδρόνικου Γ΄ στην ανίπερα όχθη του Κρουσοβίτη απέναντι απο το κάστρο

Από το 1204 μ.Χ,  δεν υπάρχει ουσιαστικά Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Υπάρχουν  μόνο  μικρά  κρατίδια  αποκομμένα  από το  κέντρο τους. Το  1345 μ.Χ,  ο  Κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, επιχειρώντας, όπως  ισχυρίζονταν, ν’ ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία,  πολιόρκησε  και κατέλαβε τις Σέρρες, παρακάμπτοντας το Σιδηρόκαστρο.  Όλη  όμως  η  περιοχή, μαζί με τις άλλες πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας, περιήλθαν στη Σερβική κυριαρχία.                                  

Το 1374  μ.Χ,  μετά  από  29  χρόνια, το  Σιδηρόκαστρο  ανακαταλαμβάνεται  από  τα  στρατεύματα  της συμμαχίας  Βυζαντινών και Τούρκων,  για  να  περιέλθει,  οριστικά  πλέον,  το  1383  μ.Χ  υπό τον Τουρκικό ζυγό,  κάτω  υπό τον οποίο έμεινε επί 529 χρόνια,  μέχρι τον Οκτώβριο του 1912.                                            

Το 1668 μ.Χ,  περνώντας  από το Σιδηρόκαστρο, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τζελεμπή,  μας  δίδει  την  πληροφορία στο οδοιπορικό του, ότι το κάστρο διατηρούνταν  σε καλή κατάσταση,  αλλά δεν κατοικούνταν.                                                   

Τον Οκτώβριο του 1912, οι Βούλγαροι σύμμαχοι των  Ελλήνων στον Α΄ Βαλκανικό  πόλεμο  κατέλαβαν  το Σιδηρόκαστρο, εκδιωχθέντες οκτώ μήνες αργότερα,  κατά  τον  Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, από τον προελαύνοντα  Ελληνικό  στρατό,  μετά  τις  ιστορικές και αιματηρές μάχες στο Κιλκίς,  το  Λαχανά και την αποκληθείσα  μάχη  του  Δεμίρ Ισσάρ (Σιδηροκάστρου).                         

Το 1916, λίγα χρόνια αργότερα, το κάστρο έγινε μάρτυρας μιας νέας τραγωδίας και μιας νέας κατοχής, που έζησε η πόλη.  Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τους κατοίκους και  το  ίδιο πληγώνονταν ανεπανόρθωτα από τα 700 και πλέον φουρνέλα, που τοποθέτησαν οι Βούλγαροι κατακτητές στα σωθικά του Ιστορικού βράχου, για να καταστρέψουν το ιστορικό σύμβολο του Βυζαντίου και των παραδόσεων της Ελληνικής φυλής το δικέφαλο αετό. Τον Δικέφαλο αυτό αετό, μαζί με το μονόγραμμα του Στρατηλάτη  Βασιλιά Κωνσταντίνου  από τη μία πλευρά και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου από την άλλη, είχαν την έμπνευση και άρχισαν να φιλοτεχνούν πάνω στην απόκρημνη κατάπτωση του βράχου, οι  αμέσως μετά  την  απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου  το  1913,  Μητροπολίτης Παρθένιος και ο  Υποδιοικητής ( Έπαρχος )  της Υποδιοικήσεως Σιδηροκάστρου, Σταμάτιος Σταματίου.  Αυτό βέβαια,  ενόχλησε  τους  Βουλγάρους,  όταν μετά από τρία χρόνια, το 1916,  επανήλθαν ως Σύμμαχοι των Γερμανών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο  πόλεμο  και  κατέβαλαν  κάθε δυνατή προσπάθεια να τον καταστρέψουν, προκαλώντας φυσικά και ζημιά στο κάστρο.                                                                                                                                                                                                               

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου