Κυριακή 27 Ιανουαρίου 2013



Οκτώβριος 1912

ΚΑΤΑΛΗΨΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ KAI ΤΩΝ ΣΕΡΡΩΝ ΑΠΟ 

                                  ΤΟΥΣ  ΒΟΥΛΓΑΡΟΥΣ                                                                                                                                                    

                                                                Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Όταν τον Οκτώβριο του 1912 ο Ελληνικός στρατός,  προήλαυνε από το Σαραντάπορο και τη Μελούνα, τρέποντας σε φυγή  τα Τουρκικά στρατεύματα και καταλαμβάνοντας τα Μακεδονικά εδάφη, ο Βουλγαρικός στρατός,  υπό  την ηγεσία του Στρατηγού Θεοδώρωφ,  προήλαυνε προς τη Θεσσαλονίκη, την οποία επεδίωκε να καταλάβει πριν εισέλθει ο Ελληνικός στρατός, για να δημιουργήσει δικαίωμα προτεραιότητος.

Οι Βούλγαροι στρατιώτες κάθυγροι και λασπωμένοι από τη συνεχώς πίπτουσα βροχή, αναπαύονταν για λίγο στις άκρες των δρόμων και συνέχιζαν την πορεία τους, χωρίς να συναντήσουν Τουρκική αντίσταση, αφού ο κύριος όγκος του Τουρκικού στρατού είχε μεταφερθεί ακόμη  από  την  περίοδο  του  προγράμματος  της  Μυστέργης,  στην Ανατολική Θράκη, την Ήπειρο και το Σαραντάπορο.                                        

Tα Τουρκικά στρατεύματα των βορείων Σαντζακίων  της  Μακεδονίας,  τα οποία αποτελούνταν  ως  επί το πλείστον από στρατολογηθέντες εντόπιους, διαλύθηκαν μόλις εμφανίσθηκαν οι Βούλγαροι. Η κύρια τουρκική Στρατιά  του Στρυμόνα  με  2.500 άνδρες, υπό τον Ναδίρ Πασά συγκεντρώθηκε  βόρεια  του  Σιδηροκάστρου,   αλλά  λόγω  διακοπής των τηλεγραφικών επικοινωνιών βρέθηκε τελείως αποκομμένη.              

Στο  Σιδηρόκαστρο  είχε προωθηθεί και η Τουρκική Μεραρχία Σερρών,  απ’  όπου διατάχθηκε να σπεύσει προς ενίσχυση των αμυνομένων στα Γιαννιτσά Τουρκικών δυνάμεων.  Η Μεραρχία αυτή, όταν πήρε τη διαταγή  να προωθηθεί προς τη Θεσσαλονίκη,  μαζί  με  άλλα στρατεύματα,  αρνήθηκε να την εφαρμόσει. Αφού στασίασε, επέστρεψε στις Σέρρες,  για  την  προστασία  του εκεί υπάρχοντος Τουρκικού πληθυσμού.          Το ίδιο διάστημα με την υποχώρηση των Τουρκικών δυνάμεων, πολλοί πλούσιοι Τούρκοι  από  το Σιδηρόκαστρο και τα γύρω χωριά, φυγάδευσαν τις οικογένειες τους,  στη Θεσσαλονίκη και τις Σέρρες για μεγαλύτερη ασφάλεια.                                                                                      

Στις 13 Οκτωβρίου του 1912,  η 7η  Βουλγαρική Μεραρχία, υπό το Στρατηγό Θεοδώρωφ,  μετά  από  μικρή  αντίσταση των Τούρκων στα στενά του Ρούπελ, ξεχύθηκε στην περιοχή του Σιδηροκάστρου.    

Από την ημέρα αυτή,  μέχρι  την  27η  Ιουνίου του 1913,  η πόλη και η γύρω περιοχή, περιήλθε  στα χέρια των αιωνίων αντιπάλων του Ελληνισμού.  Οι  Βούλγαροι  κατά  την προέλασή τους προέβαιναν σε επιστράτευση  χριστιανών, πολλών ηλικιών από τις πόλεις και τα χωριά που κατελάμβαναν.  Οι επίστρατοι Έλληνες και Βούλγαροι προωθούνταν  στην  πρώτη  γραμμή, ενώ  πολλοί  από  αυτούς   μεταφέρθηκαν στην Κάλη  και  πολέμησαν  στη  μάχη της Τσερβίστας (Καπνόφυτο). Άλλοι  μεταφέρθηκαν  στον  Σιδηροδρομικό Σταθμό του Σιδηροκάστρου   ( Στρυμόνα σήμερα),  για  ν’  αποτρέψουν  τη  διαφυγή  του Τουρκικού  στρατού,  ο  οποίος  οπισθοχωρώντας    συγκεντρώνονταν εκεί.                                                        

Κατά  την κατάληψη της η πόλη του Σιδηροκάστρου ήταν σχεδόν ακατοίκητη. Tην περίοδο αυτή είχε 3.000 Τούρκους, 1.000 Έλληνες,  400 Ρωμιόγυφτους,  200 Κιρκάσιους (Τσερκέζους)  και 50 Βουλγάρους. Συνολικά κατοικούσαν σ’ αυτή 4.650 άτομα, ενώ η αναλογία του πληθυσμού, ένας Έλληνας στους τρείς Τούρκους,  τα  τέσσερα τεμένη (τζαμιά)  και  οι  ισάριθμοι μεντρεσέδες  (Ιεροσπουδαστήρια),  έδιναν στο Σιδηρόκαστρο την όψη Τουρκόπολης.                                     

Όταν οι Βούλγαροι στρατιώτες εισήλθαν στην πόλη,  μέσα στα άδεια Τουρκικά σπίτια βρήκαν μόνο 15 ηλικιωμένους Οθωμανούς, ένα ημιπληγικό,  ένα τυφλό, ένα ανάπηρο και δύο καθηγητές, οι οποίοι κατακρεουργήθηκαν άγρια. Μετά την κατάληψη όμως και της πόλης των Σερρών, όσοι από τους φυγάδες Τούρκους  του Σιδηροκάστρου  σώθηκαν από τη σφαγή των Βουλγάρων  στην  πόλη  αυτή,  διατάχθηκαν  να  γυρίσουν  πίσω  στις εστίες τους.  Κατά την επιστροφή τους φτάνοντας στη μικρή πλατεία των Στρατώνων, δόθηκε εντολή από τους συνοδούς τους να σταματήσουν, για να συγκεντρωθούν όλοι οι ομόφυλοι τους. Έτσι, αναγκάστηκαν όλοι να διανυκτερεύσουν εκεί, με την ελπίδα ότι την επομένη θα τους επιτρέπονταν να μεταβούν στα σπίτια τους.  Οι  Βούλγαροι  όμως τα χαράματα της επόμενης ημέρας,  χώρισαν  τους άντρες από τις γυναίκες και τα γυναικόπαιδα  αντί να τα στείλουν στα σπίτια τους, όπως  ήλπιζαν,  τα  οδήγησαν  στην  ακραία  συνοικία  «Τσερκέζικα» (Καλλιθέα),  όπου  τα  εγκατέστησαν  ομαδικά  στα σπίτια των Κιρκάσιων (Τσερκέζων).                                                                        

Δεκαοκτώ ολόκληρες ημέρες κρατήθηκαν  κλεισμένα τα γυναικόπαιδα στα σπίτια αυτά.  Οι  ατιμίες,  οι κακώσεις και οι προσβολές της τιμής των γυναικών, ήταν στο καθημερινό πρόγραμμα.  Τη δέκατη ένατη ημέρα επιτράπηκε  σε μερικές  τουρκάλες  να πάνε στα σπίτια τους,  αλλά  τις  υπόλοιπες  τις  στέγασαν ανά τρεις ή πέντε οικογένειες μαζί σ’ ένα σπίτι,  κι’ εκεί συνέχισαν  να είναι έρμαιο  των ορέξεων κάθε Βούλγαρου στρατιώτη.                            

Τους άνδρες τους χώρισαν σε δύο ομάδες.  Στη μία έβαλαν τους ηλικιωμένους και στην άλλη τους νέους.  Τους  ηλικιωμένους  τους έκλεισαν στη φυλακή,  ενώ τους νέους με ισχυρή συνοδεία τους οδήγησαν στις φυλακές του Μελενίκου.  Κατά τη διαδρομή, υπέφεραν αφάνταστα  βασανιστήρια  από τους στρατιώτες, που τους συνόδευαν. Δεμένοι σφιχτά από τα χέρια  λακτίζονταν  και μαστιγώνονταν καθ’ όλη τη  διαδρομή,  ενώ  τους αφήρεσαν ότι πολύτιμο είχαν μαζί τους, χρήματα, ωρολόγια, δακτυλίδια και άλλα.                       

Οι πληροφορίες ότι πλησιάζουν οι Βούλγαροι στην πόλη των Σερρών, συνέβαλαν ώστε να καταρρεύσει το ηθικό  των  στρατιωτών  της  Τουρκικής Μεραρχίας και να διαλυθεί στις  20 Οκτωβρίου  ή  2 Νοεμβρίου, σύμφωνα με το παλιό ημερολόγιο.                                                                                                        
Μετά  την άσχημη  για τους Τούρκους τροπή των πραγμάτων,  στις 24  του  μηνός,  ο  Διοικητής  και  φρούραρχος των Σερρών Νατζή Πασάς,  εγκατέλειψε  και αυτός την πόλη μαζί με ολόκληρη τη φρουρά του,  που αποτελούνταν από 2.000 λογχοφόρους, δεκατρία τηλεβόλα και μία πυροβολαρχία Μαξίμ.         Την ίδια ημέρα,  24  Οκτωβρίου περί το απόγευμα, Βουλγαρικές συμμορίες κατελάμβαναν τις Σέρρες και τα χωριά της περιοχής.                   

Το καθεστώς που επέβαλαν οι Βούλγαροι στα καταλαμβανόμενα εδάφη ήταν παντού το ίδιο.  Όταν ο στρατός περνούσε μέσα από τα χωριά αφόπλιζε τους Οθωμανούς, όπλιζε τους χριστιανούς και ανέθετε την ασφάλεια τους και τις συγκοινωνίες στις ακολουθούσες το στράτευμα συμμορίες.  Παρατηρούνταν μάλιστα το παράδοξο φαινόμενο  να  είναι  διορισμένοι  σε  θέσεις διοικητών πόλεων και χωριών, πρώην  ληστές  και  φυγόδικοι,  οι  οποίοι  έτυχε  να είναι αρχηγοί τέτοιων συμμοριών.                             

Με διάφορα προσχήματα λήστευαν και φόνευαν,  ενώ προφασιζόμενοι έρευνες για ανακάλυψη όπλων,  απογύμνωναν  τα  σπίτια των μουσουλμάνων,  παίρνοντας κάθε πολύτιμο αντικείμενο και διέπρατταν ακατανόμαστα όργια σε βάρος μουσουλμανίδων γυναικών, μπροστά στα μάτια των συζύγων και των γονέων τους. Ένας πυροβολισμός,  που ρίχνονταν επίτηδες, ήταν αρκετός για να δώσει το σύνθημα σε κάποια  συμμορία  ν’  αρχίσει  τις σφαγές. Σε μία  ημέρα  τετρακόσιοι  Οθωμανοί σφαγιάστηκαν στην περιοχή ή θανατώθηκαν  με λογχισμό  ή  τυφεκισμό κατά τον πιο φρικτό τρόπο. Ανύποπτοι  οικογενειάρχες  συλλαμβάνονταν  στην   αγορά  από  τους Βουλγάρους,  οδηγούνταν  σε  κάποια  πάροδο  και  τουφεκίζονταν  ή λογχίζονταν χωρίς καμία διαδικασία.  Για  τη συμπλήρωση του έργου λήστευαν  τα  πτώματα,  ώστε  να  καυχώνται για την αποτρόπαια ανδραγαθία τους.                                       
Η  εγκατάσταση  δύο  ταγμάτων  Βουλγαρικού  στρατού  με  το πρόσχημα  της   προσωρινής  φιλοξενίας   στη  Θεσσαλονίκη,  υπό  το στρατηγό Θεοδώρωφ,  έδωσε  τη  δυνατότητα στο Ελληνικό Στρατηγείο  να  ζητήσει  από  τους  Βουλγάρους την εγκατάσταση στην πόλη των Σερρών μίας Επιλαρχίας Ιππικού  από 300 ιππείς υπό τον επίλαρχο Πιερράκο Μαυρομιχάλη.  Οι εύλογες  όμως εκδηλώσεις πατριωτισμού των Ελλήνων κατοίκων της πόλης,  αφύπνισαν  το φθόνο και τη ζηλοτυπία των Βουλγάρων στρατιωτικών, οι οποίοι άρχισαν πλέον να αντιμετωπίζουν τους Έλληνες ως υποτελείς.  Καθημερινά άρχισαν να προκαλούν επεισόδια,  ώστε  να δικαιολογούν στη συνέχεια τα αυστηρά  και  καταπιεστικά  μέτρα  της Βουλγαρικής Διοικήσεως σε βάρος του Ελληνικού στοιχείου.                

Η  βάναυση  συμπεριφορά  των  Βουλγάρων στη αρχή κατά του Τουρκικού  πληθυσμού  και  στη συνέχεια η τήρηση εχθρικής στάσης έναντι του Ελληνικού στοιχείου,  μέσα στις πόλεις και στην ύπαιθρο,  μετρίασαν τις αγαθές προθέσεις των Ελλήνων, οι οποίοι πιστεύοντας τις διαβεβαιώσεις των συμμάχων, τους υποδέχθηκαν στην αρχή ως ελευθερωτές. Γρήγορα όμως  έγιναν  αντιληπτές  οι  προθέσεις των Βουλγάρων και πολλοί κάτοικοι,  ιδίως  νέοι φυγαδεύονταν, προς τις ελεύθερες πλέον Ελληνικές περιοχές,  που  ελέγχονταν από τον Ελληνικό στρατό. Πολλοί ακόμη νέοι  έσπευσαν με την κήρυξη του Β΄ Βαλκανικού πολέμου να  καταταγούν  στον Ελληνικό στρατό,  για ν’ αποφύγουν τη σύλληψη τους από τους Βουλγάρους,  με  τα  γνωστά  για  τον Ελληνισμό της Μακεδονίας αποτελέσματα.                                                 
Από τις Ελληνικές οικογένειες του Σιδηροκάστρου τρείς ευπατρίδες νέοι οι Καλαϊτζής Νικόλαος του Αθανασίου, Γκαλίδης Λεωνίδας του Αγγέλου και Βαργεμέζης Νέστωρ του Ιωάννου,  πέρασαν  τα σύνορα και έσπευσαν να καταταγούν στον Ελληνικό στρατό, για να επιστρέψουν ως απελευθερωτές την 27 Ιουνίου του 1913,  στην  πόλη που γεννήθηκαν, τιμημένοι από τον Αρχιστράτηγο Βασιλιά Κωνσταντίνο και την  Ελληνική  Κυβέρνηση,  με  τα  μετάλλια των αντίστοιχων μαχών του Α΄ και Β΄ Βαλκανικών πολέμων.                                                                     

Η 7η  Βουλγαρική  Μεραρχία,  ενισχυμένη  και από τη Μεραρχία της Ρίλας,  αφού  κατέλαβε  τις Σέρρες κινήθηκε εσπευσμένα προς τη Θεσσαλονίκη υπό τον Θεοδωρώφ, επιδιώκοντας να εισέλθει στην πόλη του Αγίου Δημητρίου, προτού προλάβουν οι Έλληνες. Τις  Βουλγαρικές όμως  φιλοδοξίες πληροφορήθηκε έγκαιρα η Ελληνική Κυβέρνηση, γι’ αυτό έδωσε εντολή στον Αρχιστράτηγο, Διάδοχο Κωνσταντίνο,  να  κινηθεί  πάραυτα και να καταλάβει την πόλη το δυνατόν ταχύτερα.                                                                                          
Την  18η  απογευματινή  ώρα  της 26ης Οκτωβρίου, η 7η Βουλγαρική Μεραρχία,  έφθασε  στην  παρυφή της Θεσσαλονίκης, στη Γιουβέσνα.  Εκεί  έλαβε  επιστολή  του Έλληνα Αρχιστρατήγου με την οποία  γνωστοποιούσε  στο  Θεοδωρώφ  ότι  ο διοικητής των Τουρκικών δυνάμεων  και  η  υπ’  αυτόν δύναμη,  ως και η Θεσσαλονίκη, παραδόθηκαν  στον  Ελληνικό  στρατό.  Παρά  την  ειδοποίηση  αυτή, η Βουλγαρική  Μεραρχία  συνοδευόμενη από το διάδοχο του Βουλγαρικού θρόνου Μπόρις και τον αδελφό του πρίγκηπα Κύριλλο, ξεκίνησε την επομένη 27η Οκτωβρίου από τη Γιουβέσνα  και  το βράδυ έφθασε στο Γιαϊλατζίκ.  Καθ’ οδό έλαβε νέο έγγραφο του Ελληνικού Στρατηγείου,  με  το  οποίο  ειδοποιούνταν περί της παραδόσεως του Τουρκικού στρατού  και  της  Θεσσαλονίκης  στον  Ελληνικό Στρατό και ότι όφειλε  να  απέχει  από  κάθε  εχθρική  πράξη εναντίον τους.                                                                                                   
Όταν όμως η 7η Ελληνική Μεραρχία αναπτύχθηκε στην βόρεια παρυφή της Θεσσαλονίκης φάνηκε  μετά  από λίγο και η Βουλγαρική 7η Μεραρχία να πλησιάζει.  Τα  πρώτα της τμήματα σταμάτησαν προ των Ελληνικών, που κατείχαν το δρόμο.                                                                    

Ο Στρατηγός Θεοδωρώφ,  αφού  πλησίασε ζήτησε να επιτραπεί στον ίδιο  να  εισέλθει στην πόλη και να παρουσιασθεί προ του Διαδόχου Κωνσταντίνου.  Προσελθών δε στο Στρατηγείο του Διαδόχου στη Θεσσαλονίκη,  ζήτησε  να  επιτραπεί η είσοδος στην πόλη, σε δύο τάγματα  της  Βουλγαρικής  Μεραρχίας,  στα  οποία υπηρετούσαν οι πρίγκιπες,  για  να  μπορέσουν  ν’  αναπαυθούν υπό στέγη,  δεδομένου ότι δεν ήταν δυνατό να τ’ αποχωρισθούν. Λόγω αβροφροσύνης προς τους δύο πρίγκιπες εισακούσθηκε η αίτηση του Θεοδωρώφ, αλλά οι Βούλγαροι, εισήγαγαν  με  δόλο,  μαζί με τα δύο τάγματα και άλλα τμήματα τηςΜεραρχίας.                                                                                                             

Σάββατο 26 Ιανουαρίου 2013

ΑΦΙΕΡΩΜΑ ΣΤΑ 100 ΧΡΟΝΙΑ ΑΠΟ ΤΗΝ ΑΠΕΛΕΥΘΕΡΩΣΗ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
ΤΑΞΙΔΙ ΣΤΑ ΒΑΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ

 

                                                                  Γράφει ο Νικ. Σκαρλάτος

Σε μια ημερίδα που πραγματοποιήθηκε στο Σιδηρόκαστρο πριν από ένα περίπου χρόνο, η παλαιοντολόγος κυρία Τσουκαλά παρουσιάζοντας τα κυκλώπεια απολιθώματα του παλαιοντολογικού μουσείου της Θερμοπηγής αναρωτήθηκε απευθυνόμενη στο ακροατήριο, εάν κυκλοφορεί κανένας μύθος στην περιοχή περί γιγάντων και τιτάνων. Το όνομα όμως, όπως λέει και ο Οδυσσέας Ελύτης είναι η ταυτότητά μας. Το μυθικό όνομα της πόλης, όσο και το νεώτερο της ιστορικό, έλκουν την  προέλευση τους αντίστοιχα από το μύθο των Τιτάνων και την ισχυρή γεωστρατηγική θέση του βράχου, όπου κτίστηκε πολλούς αιώνες μετά, το Βυζαντινό της κάστρο.

Η παράδοση στην εξελικτική της διαδρομή, όπως συμβαίνει με τη χριστιανική λατρεία, ήταν αυτή που διατήρησε με τους μύθους ζωντανές τις πηγές, οι οποίες μας βοηθούν σήμερα ν’ ανακαλύπτουμε τις ρίζες του πολιτισμού μας. Ο μεγάλος μάλιστα Σουηδός θρησκειολόγος και μελετητής της αρχαίας Ελληνικής θρησκείας Martin P. Nilsson, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο της Lund, αναφέρει ότι, οι μύθοι ήταν αυτοί που οδήγησαν  και στην ανακάλυψη της δόξας της εποχής του χαλκού. Ο Σλήμαν (Schliemann), πιστεύοντας φανατικά στον Όμηρο, ανακάλυψε όχι μόνο την Τροία, γύρω από τα τείχη της οποίας πολέμησαν ο Έκτορας με τον Αχιλλέα, αλλά και την πλούσια πόλη των Μυκηνών, όπου βασίλευε ο Αγαμέμνονας. Ο Άρθουρ Έβανς επίσης, ακολουθώντας το μύθο του λαβύρινθου, ανακάλυψε το παλάτι του βασιλιά Μίνωα στην Κρήτη.

                 1. Το Βυζαντινό κάστρο του Σιδηροκάστρου κτισμένο σε θεμέλια Πελασγικού

Οι μύθοι, τα ήθη και τα έθιμα, με τις παραλλαγές τους σε κάθε περιοχή, ταυτίζονται με κοινωνικές εκδηλώσεις και γεγονότα συνδεδεμένα με  την πίστη, τη λατρεία και τις δοξασίες κάθε λαού. Η μυθολογία επίσης, είναι αναπόσπαστα δεμένη με τη δημιουργία, το φυσικό περιβάλλον και τα φυσικά χαρακτηριστικά κάθε περιοχής. Αστερισμοί, επιβλητικά φυσικά τοπία, απόκρημνοι βράχοι, μαγευτικές ή άγριες κοιλάδες και μεγάλα ακόμη δέντρα, προκαλούσαν τη λαϊκή φαντασία και συνδέονταν με ονόματα περιοχών και πόλεων. Πολύ συνηθισμένη ήταν η σύνδεση του ονόματος ενός τόπου με το όνομα κάποιου θρυλικού ήρωα ή Θεού, όταν αυτό ταυτίζονταν με ένα ιερό ή ένα τάφο. Το όνομα  ενός τόπου το συναντούμε και σ’ άλλες περιοχές. Όλυμπος υπήρχε στη Βιθυνία, Όλυμπος και στην Πιερία. Πάντοτε όμως μια ιστορική συγγένεια ή ένας μύθος συνέδεε το παλιό με το νέο όνομα, όπως συνέβη και το 1922  με τη μετακίνηση των προσφύγων από τη Θράκη, την Ιωνία και τον Πόντο, οι οποίοι έδωσαν στους νέους τόπους εγκατάστασης τους, τα ονόματα των πατρίδων τους.

Η μυθική Κοττούσα, τοποθετείται  από πολλούς ιστορικούς, ερευνητές και γεωγράφους, στη σημερινή θέση του Σιδηροκάστρου. Στην περιοχή μάλιστα αυτή αναφέρεται ότι βρέθηκαν κατά την Τουρκοκρατία, μικρά χάλκινα νομίσματα του 2ου π.Χ αιώνα (168 π.Χ), τα οποία είχαν στη μια τους όψη την κεφαλή γενειοφόρου Ηρακλέους και στην άλλη ένα ρόπαλο με την επιγραφή «ΚΟΤΤΟΥΣΑΙΩΝ». Τέτοια νομίσματα με την κεφαλή του προπάτορα του Βασιλικού οίκου των Τημενιδών Αργειδών Μακεδόνων, εμφανίζονται για πρώτη φορά επί Περδίκα Β΄, από τον 4ο π.Χ αιώνα. Η λατρεία όμως του Ηρακλή ως Θεού της υγείας και της σωματικής ρώμης, όπως προκύπτει από το έργο του Λουκιανού «Δραπέται, 24» ήταν πολύ διαδεδομένη στη Θράκη, όπου ανήκε η περιοχή μέχρι τον 4ο πΧ αιώνα. Ένας μεγάλος αριθμός, Θρακών λατρευτών του Ηρακλή, υπήρχε σε όλη τη Θρακική επικράτεια, ενώ σε κάθε γωνιά της υπήρχαν μνημεία της λατρείας του. Η παράσταση του Ηρακλή υπήρχε στα νομίσματα όλων σχεδόν των πόλεων της Θράκης και ήταν συνήθης η λατρεία του στις κοιλάδες του Στρυμόνα και του Έβρου, όπως και ο σχετικός μύθος με τα βόδια του Γηρυόνη.

Το όνομα Κοττούσα, ετυμολογικά προέρχεται από το ρήμα κοττώ, που σημαίνει κτυπώ-κοπανώ. Συνδέεται όμως και με το μύθο, που αναφέρει ότι ο Κοττός, ήταν ένας από τους Εκατόγχειρες γιούς του Ουρανού και της Γαίας. Σύμφωνα με τον Όμηρο (Ιλιάδα Ξ 201) στο μύθο περί των Τιτάνων, οι Θεοί της αρχαίας μυθολογίας ήσαν τέκνα του Ουρανού και της Τηθύος. Κατά το μεταγενέστερο, αλλά ευρύτερα διαδεδομένο μύθο του Ησιόδου (Θεογονία 133-138), ήσαν τέκνα του Ουρανού και της Γαίας. Ονόματα σχετικά με το μύθο της δημιουργίας, των φυσικών τοπίων και των φαινομένων δίδονταν συχνά σε πόλεις και περιοχές, στην προσπάθεια του αιτιολογικού μύθου να δώσει εξηγήσεις για την προέλευση του ανθρώπου, του πολιτισμού του και τη δημιουργία του κόσμου, όπου κινούνται άνθρωποι. Ο Δημιουργός όμως στο μύθο δεν είναι θρησκευτική θεότητα, αλλά μυθολογική, γι’ αυτό και δεν έχει καθορισμένη λατρεία.
           
Από το μύθο της κοσμογονίας του Ησίοδου μαθαίνουμε ότι, ο Ουρανός έπεσε και σκέπασε ολότελα τη Γαία,  κρύβοντας στα σωθικά της τα παιδιά του. Η Γαία όμως, για να γλυτώσει από το σκοτάδι και το βάρος του, έπεισε το γιο της, τον Κρόνο, να τους χωρίσει κόβοντας τα γεννητικά όργανα του πατέρα του. Αυτός δε τον καταράστηκε με αποτέλεσμα, να καταπίνει τα εκ της σχέσεως του με τη  Ρέα τέκνα του. Η Ρέα κατόπιν, με συμβουλή της μητέρας της Γαίας, γέννησε κρυφά στην Κρήτη το Δία, δίδοντας στον Κρόνο να καταπιεί μια πέτρα σπαργανωμένη, όπως το βρέφος.

Για την εκθρόνιση του Κρόνου από το Δία, οι πληροφορίες των αρχαίων είναι ολιγόλογες και ασαφείς. Για να επιβάλλει όμως ο Ζεύς ή Δίας, οριστικά την εξουσία του, αναγκάστηκε να υπερνικήσει ορισμένες αντιδράσεις. Η πρώτη πάλη του Δία έγινε με τους Τιτάνες, οι οποίοι, αν και απελευθερώθηκαν από αυτόν από τον Τάρταρο, όπου είχαν ριφθεί από τον πατέρα τους, δεν ανέχονταν τη στέρηση της εξουσίας τους από τους Ολύμπιους Θεούς, οι οποίοι ήταν μεταγενέστεροι από αυτούς. Έτσι, όπως με δραματικότητα, παραστατικότητα και επική μεγαλοπρέπεια περιγράφει ο Ησίοδος (Θεογονία 617-819), άρχισε ένας φοβερός αγώνας μεταξύ των Τιτάνων, που κατέλαβαν την Όθρυ και των Ολυμπίων Θεών, υπό την ηγεσία του Δία.

Παραλλαγές αυτού του μύθου αναφέρονται και για άλλες περιοχές με τα φυσικά χαρακτηριστικά των δύο ορεινών όγκων, όπως συμβαίνει και με τους τόπους της Χριστιανικής λατρείας. Ο αγώνας των τιτάνων διήρκεσε επί μια δεκαετία, έως ότου ο Ζεύς με τη συμβουλή της Γαίας, ελευθέρωσε τους τρείς έγκλειστους στον Τάρταρο Κύκλωπες, Βρόντη, Στερόπη και Άργη. Οι Κύκλωπες αυτοί, αφού δώρισαν  στο Δία από ευγνωμοσύνη τη βροντή, την αστραπή και τον κεραυνό, άρχισαν να εκσφενδονίζουν μαζί με τους τρεις Εκατόγχειρες, Κοττό, Βρυάρεο και Γύη, τεράστιους Βράχους κατά των Τιτάνων, τους οποίους καταπλάκωσαν. Αφού τους έδεσαν, τους μετέφεραν και τους έκλεισαν στον Τάρταρο, βαθειά μέσα στη γη, όπου τους φρουρούσαν οι Εκατόγχειρες. Ένας λοιπόν εκ των τριών Εκατόγχειρων ήταν και ο Κοττός από τον οποίο πιθανό προέρχεται το όνομα  Κοττούσα, λόγω και της ταύτισης του γεωφυσικού περιβάλλοντος της περιοχής με το μύθο. Το Δία στον αγώνα του για επικράτηση τον βοήθησαν και μερικοί από τους Τιτάνες, όπως ο Ωκεανός, ο Προμηθέας γιος του Τιτάνα Ιαπετού και άλλες Τιτανίδες, όπως η Θέμις και η Μνημοσύνη, οι οποίες έγιναν και γυναίκες του.

Ο μύθος της Τιτανομαχίας, αν και έχει κοινή προέλευση με άλλους ανάλογους, που συναντώνται στη μυθολογία όλων των λαών της Αρείας – Ινδοευρωπαϊκής φυλής, δεν μπορεί να ταυτιστεί με αντίστοιχους, που εξιστορούνται στη Θεογονία. Σχετικοί με το μύθο αυτό είναι ο αναφερόμενος στη Βεδική ποίηση των Ινδών, πάλη των Δέβας, οι οποίοι ήταν Θεοί του φωτός κατά των Ασσούρα δαιμόνων των νεφών και ο αγώνας των Αμσαμπέτ, των καλών πνευμάτων, προς τους Δαέβες, τα πονηρά πνεύματα της Περσικής μυθολογίας.

Η αφήγηση του Ησιόδου φαίνεται επίσης επηρεασμένη και από την αναπαράσταση, με ισχυρή ποιητική φαντασία, των μεγάλων γεωλογικών μεταβολών, οι οποίες κατά τους πανάρχαιους χρόνους αναστάτωσαν το έδαφος της Ελλάδος. Γι’ αυτό ο μύθος των Τιτάνων διαφέρει από περιοχή σε περιοχή συνδεόμενος με ανάλογες περιγραφές, που συναντώνται στις μυθολογίες άλλων ξένων λαών. Ο μύθος των Τιτάνων συγχέεται ακόμη, από τους μετέπειτα ποιητές, με τη Γιγαντομαχία, στην οποία αναφέρονται και πολλά άλλα ονόματα Τιτάνων, όπως ο Άτλας, ο Προμηθέας, ο Απόλλων, ο Ήρως, ο πατέρας της Εκάτης Πέρσης και όλοι οι απόγονοι του Ουρανού και της Γαίας.

Υπάρχουν βέβαια πολλές παραδόσεις για τον Ουρανό και τη Γαία. Σύμφωνα με μια από αυτές, που αναφέρεται από τον Διόδωρο, ο Ουρανός αγάπησε την Τιταία μία ωραιότατη θνητή, την οποία πήρε για σύζυγό του. Με την γυναίκα αυτή απόκτησε δέκα οκτώ τέκνα, τα οποία ονομάστηκαν Τιτάνες, από το όνομα Τιταία. Επειδή όμως, η Τιταία ήταν μία γυναίκα αγαθή και σώφρων, προσφέροντας πολλές υπηρεσίες στους συνανθρώπους της, αυτοί την ανακήρυξαν μετά το θάνατό της Θεά και της έδωσαν το όνομα της Γαίας, η οποία ευεργετεί τους ανθρώπους.

Στην Ελληνική μυθολογία τόσο ο Ουρανός, όσο και η Γαία έχουν πάρει ανθρώπινη μορφή, όπως και οι άλλες παρόμοιες θεότητες, του Ωκεανού, του Ήλιου, της Σελήνης κλπ. Οι παραδόσεις για τη Γαία, είναι ευνόητο να ποικίλουν και από τόπο σε τόπο, διότι η Θεά αυτή συνδέονταν, αλλού με τη μία και αλλού με την άλλη τοπική θεότητα. Στην Κρήτη θεωρείται ως σύζυγος ενός των Κουρητών, ενώ οι βόρειοι Σκύθες την ήθελαν ως σύζυγο του Δία. Συνηθέστατα συγχέεται η λατρεία της Γαίας με τη λατρεία άλλων θεοτήτων, τις οποίες υποκαθιστά ή υποκαθίσταται από αυτές, παίρνοντας τα ονόματά τους ως επώνυμα. Συνηθέστατη είναι η συνταύτιση της Γαίας με τη Δήμητρα, της οποίας το όνομα προέρχεται από το Γαία-μήτηρ. Εκ του Ινδοευρωπαϊκού (Ντ=Γ) Γα-μήτηρ = Ντα-μήτηρ και σε Ελληνική παράφραση (Δη-μήτηρ και Δήμητρα). Οι Φρύγες συνταύτιζαν τη Γαία με την Κυβέλη και οι Αιγύπτιοι με την Ίσιδα. Οι Έλληνες με τη Ρέα, τη Δήμητρα, την Περσεφόνη και όχι σπάνια με την Ήρα ή την Εστία.

Στις περισσότερες των παραστάσεων η Γαία εμφανίζεται ως γυναίκα με πολλούς μαστούς. Ο συμβολισμός αυτός προσδίδει στη μεγάλη Θεά το χαρακτηρισμό της τροφού, που τρέφει τους πάντες. Χαρακτηριστικό είναι επίσης το άγαλμα της θεάς, που βρέθηκε στην Αθήνα, η οποία ικετεύει το Δία να βρέξει. Εκτός όμως από την έννοια της διατρέφουσας τους πάντες Γαίας, λατρεύονταν η Θεά και ως μητέρα όλων των γηγενών ενός τόπου. Η λατρεία αυτή είναι αρκούντως χαρακτηριστική και στην κατά το Σωκράτη έννοια της πατρίδος, την οποία χαρακτηρίζει τροφό των κατοίκων της.

Μία εκδήλωση, που δείχνει τη στενότατη ταύτιση της Θεάς Γαίας με τη γη, είναι η προκύπτουσα, από πολλές πηγές, παράδοση, σύμφωνα με την οποία αυτή ίδρυσε το πρώτο μαντείο. Αρχαιολογικά και τοπογραφικά στοιχεία επιβεβαιώνουν επίσης τον ουσιώδη ρόλο του νερού στη χρησμοδοσία των μαντείων. Αντίστοιχα δε φυσιοκρατικά στοιχεία εξηγούν το λόγο για τον οποίο τα πρώτα μαντεία ήταν αφιερωμένα στις χθόνιες θεές, όπως ήταν η Γαία και κατόπιν η Θέμις.  

Με τη Γαία συνδέονται και ορισμένες πρακτικές, οι οποίες  επιβεβαιώνονται περισσότερο από υπαινιγμούς, παρά από συγκεκριμένες μαρτυρίες. Τέτοιες είναι οι νυκτερινές χρησμοδοσίες ή η τελετουργία της ονειρομαντείας, η οποία συνδέεται με τη διαδικασία του υπνωτισμού, όπως συνέβαινε στα Ασκληπιεία. Είναι γνωστό βέβαια ότι οι Αρχαίοι Έλληνες ίδρυαν τόπους λατρείας, μαντεία, νεκρομαντεία, Χαρώνεια άντρα, Αχερώνεια κέντρα και Ασκληπιεία σε σημεία, όπου υπήρχαν «προσβάσεις» στον κάτω κόσμο, όπως ήταν τα σπήλαια, από τα οποία ανέβλυζαν ή υπήρχαν υπόγεια νερά και ποτάμια.

Για τους προϊστορικούς  Έλληνες, η Γαία ήταν η υψηλή μητέρα, η οποία προσφωνούνταν ως «Παν-γαία». Λατρεύονταν δε και στην περιοχή του Στρυμόνα, όπως προκύπτει από το όνομα του χρυσοφόρου όρους Παν-γαίου (Παγγαίου). Το προσωνύμιο της Παν-αγίας δόθηκε πολλούς αιώνες αργότερα από τη Χριστιανική λατρεία και στη Μαρία τη μητέρα του Χριστού. Στους Χριστιανικούς χρόνους η Παν-γαία γίνεται Παναγία και τη συναντούμε στην Αγιογραφία κρατούσα το Θείο βρέφος στην αγκάλη της, όπως παριστάνεται η Θεά Ίσις σε ανάγλυφα, που έχουν βρεθεί στην Αίγυπτο. 

 

Με το όνομα Σκοττούσα Πελασγιώτις, αναφέρει ο στωικός φιλόσοφος, ιστορικός και γεωγράφος  Στράβων, που γεννήθηκε μεταξύ των ετών 68-63 π.Χ στην Αμάσεια του Πόντου και πέθανε το 20-23 μ.Χ, μυθική πόλη με την οποία συνδέονταν προϊστορικό μαντείο. Είναι όμως πολύ πιθανό να πρόκειται για παράφραση του ονόματος Κοττούσα. Το μαντείο αυτό κατά την παράδοση, μεταστάθμευσε με χρησμό του Απόλλωνα στη Δωδώνη, όταν κάηκε το ιερό του δέντρο και έτσι ιδρύθηκε το νέο Μαντείο στη θέση αυτή. Το δέντρο και όχι το ιερό, όπως είναι γνωστό, ήταν το χαρακτηριστικό των πρώτων μαντείων. Από το θόρυβο που έκαναν τα κλαδιά του πρόβλεπαν οι μάντεις τα μελλούμενα. Τη Σκοττούσα αυτή, όπως παραφράστηκε το όνομα και στο Νομό Σερρών, την τοποθετεί ο Στράβων στη Θεσσαλία, μεταξύ Φερών και Φαρσάλων. Κατά τον Ηρόδοτο όμως ολόκληρη η Ελλάδα ονομάζονταν Πελασγία (…της νυν Ελλάδος πρότερον Πελασγίας καλεομένης…). Πόλη βέβαια, με το όνομα Φέρες λόγω του στενού περάσματος του Έβρου στην περιοχή αυτή, συναντούμε και στον Έβρο.
«…Κατ’ αρχάς μεν ουν, άνδρες ήσαν οι προφητεύοντες. Και τούτ’ ίσως και ο ποιητής εμφαίνει υποφήτας γαρ καλεί, εν οίς τάττοιντο καν οι προφήται. Ύστερον δ’ απεδείχθησαν τρείς γραίαι, επειδή και σύνναος τω Διί προσαπεδείχθη και η Διώνη. Σουίδας μέντοι Θετταλοίς μυθώδεις λόγους προσχαριζόμενος, εκείθεν τε φησίν είναι το ιερόν μετενηνεγμένον εκ της περί Σκοτούσσαν Πελασγίας (έστι δ’ η Σκοτούσσα της Πελασγιώτιδος Θετταλίας) συνακολουθήσαι τε γυναίκας τας πλείστας, ων απογόνους είναι τάς νύν προφήτιδας. Από δε τούτου και Πελασγικό Δία κεκλήσθαι.
Κινέας δ’ έτι μυθωδέστερον.
Κινέας δε φησί πόλιν εν Θεσσαλία είναι και φηγόν και το του Διός μαντείον εις Ήπειρον μετενεχθήναι, Stephanus in Δωδώνη. Ήν δε πρότερον περί Σκοτούσσαν, πόλιν της Πελασγιώτιδος το χρηστήριον. Εμπρησθέντος δ’ υπό τινων του δέντρου μετηνέχθη κατά χρησμό του Απόλλωνος εν Δωδώνη. Εχρησμώδει δ’ ού δια λόγων, αλλά διά τινων συμβόλων, ώσπερ το εν Λιβύη Αμμωνιακό…».

Για το μαντείο της Δωδώνης, η ίδρυση του οποίου συνδέεται με το όνομα της Σκοττούσας της Πελασγιώτιδας υπάρχει και μία άλλη εκδοχή, που υποστηρίζεται από τον Ηρόδοτο (ΙΙ, 52 κ. 6), η οποία διεκδικεί την πατρότητα και το πρωτείο. Σύμφωνα μ’ αυτήν, οι θεωρούμενοι ως πρόγονοι των Ελλήνων, Πελασγοί, λάτρευαν τους Θεούς, χωρίς να γνωρίζουν τα ονόματά τους, τα οποία έμαθαν αργότερα από τους Αιγυπτίους. Τα ονόματα όμως των γνωστών θείων όντων, που αναφέρονται στα Ινδικά κείμενα, τις Βέδες (10ος π.Χ αιώνας), είναι συγγενή με τα ελληνικά και λέγεται μάλιστα ότι συμπίπτουν. Η θεωρία επίσης του μαντείου της Δωδώνης, όπως την ακούμε στο άσμα των ιερειών, που ονομάζονταν Πηλειάδες, διακρίνει το θείο και τον κόσμο, σε δύο μεγάλες δυνάμεις:
«Ο Ζεύς ήταν, ο Ζεύς είνε, ο Ζεύς θα ήναι, ω κραταιέ Ζεύ!
Η Γη γεννάει τους καρπούς, γι’ αυτό να τη λατρεύετε Σα μάννα!».
           
Το άσμα αυτό ίσως υποδήλωνε μια πραγματική και μια δεκτική δύναμη. Πιθανόν  όμως, ο περιηγητής Παυσανίας (Ι, 24,3) να είχε υπ’ όψη του και ένα γλυπτό, όπου η Γαία ικετεύει το Δία για βροχή.


                                               2. Η λατρεία του Ιερού δέντρου μέχρι  σήμερα .
Φωτογραφία από το πανηγύρι του Αγ. Γεωργίου του Κουδουνά, στα Πριγκιπόννησα της Κων/πολης.  Η λατρεία του Αγίου Γεωργίου συνδέεται με την αντίστοιχη λατρεία του ήρωα της Θράκης.

Από αναφορά του Θουκυδίδη, διαπιστώνεται ότι, οι Αθηναίοι κατά την περίοδο του Πελοποννησιακού πολέμου αποτανθέντες στο Μαντείο της Δωδώνης ακολούθησαν τη συμβουλή του και εγκαινίασαν επίσημα τη λατρεία της Θρακικής Θεάς Βενδίδας, που δείχνει μια σύνδεση του Μαντείου αυτού με τη λατρεία της Θράκης. Στα κατώτερα μάλιστα στρώματα του μαντείου αυτού έχουν εντοπιστεί ίχνη Θρακικής λατρείας.

Σε πολλά Χριστιανικά αγιάσματα ακόμη και σήμερα σε περιοχές του Νομού Σερρών και ιδίως του Παγγαίου και της Βισαλτίας, συναντούμε τη συνήθεια της λατρείας του ιερού δέντρου, πάνω στο οποίο οι προσκυνητές αφήνουν ή κρεμούν διάφορα προσωπικά τους αντικείμενα ή τεμάχια υφασμάτων, ως αναθήματα ή τάματα.

Το όνομα συνεπώς Κοττούσα, αν δεχθούμε ότι προέρχεται από τον Κοττό, συνδέεται στενά με το μύθο των Τιτάνων και τη γέννηση ή την επικράτηση του δωδεκαθέου. Πρωταγωνιστικό ρόλο στον ίδιο μύθο παίζουν οι κύκλωπες, οι βράχοι, τα νερά και τα σπήλαια, τα οποία διαθέτει το γεωφυσικό περιβάλλον της περιοχής του Σιδηροκάστρου. Ο σχετικός μύθος  του Στρυμόνα συνδέει  επίσης την περιοχή και με τον Πελασγό, ο οποίος έφερε τη σιτοκαλλιέργεια στην Ελλάδα. Από τους Σίρρους, που ήταν υπόγειοι χώροι αποθήκευσης των Δημητριακών είναι πολύ πιθανό να επικράτησε και το όνομα αι Σέρραι, αφού ο αστερισμός του Σίρριου, όπως υποστηρίζουν πολλοί ότι προέρχεται το όνομα, βρίσκεται στο νότιο ημισφαίριο και ήταν άγνωστος στην περιοχή.

Μία από τις κόρες του Στρυμόνα, η Νέαιρα ή η Ευάνθη παντρεύτηκε τον Άργο, γιο του Δία και της Νιόβης, ο οποίος ήταν αδελφός του Πελασγού. Τα μυθολογικά στοιχεία, οδηγούν στην εκδοχή, για την ύπαρξη κάποιας σχέσης μεταξύ της Κοττούσας και όχι Σκοτούσσας της Οδομαντικής με την Κοττούσα την Πελασγιώτιδα, όπου κατά τον Στράβωνα υπήρχε μαντείο. Κατά τη μαρτυρία του Πλουτάρχου («Βίος Θησέως» 27), επιδεικνύονταν τάφοι των Αμαζόνων στη Θεσσαλία (στην περιφέρεια της Σκοτουσσαίας, εντός της αρχαίας ταύτης πόλεως και στις Κυνός Κεφαλές), όπως και στην περιοχή της Χαιρώνειας. Εξ αυτών των πηγών πιθανόν προέρχεται και η αναφορά του Στράβωνα, για την Σκοττούσα την Πελασγιώτιδα και το μαντείο της. Όπως όμως εκτιμούν πολλοί, υπήρξε κάποια μυθολογική  κάθοδος των Αμαζόνων από τη Θράκη στην Αττική δια της Θεσσαλίας και Βοιωτίας, αλλά δεν διευκρινίζεται η σχέση τους με τις ιστορούμενες εποικήσεις των Θρακών στη Βοιωτία και την Αττική.

Συγγενικό με το Κοττούσα είναι και το όνομα της Θρακικής Θεότητας Κόττυος, εκ του οποίου προέρχεται η ονομασία των «Κοττύτιων μυστηρίων», για τα οποία μας αναφέρει ο Στράβων (Χ,10) και κάνει σχετική αναφορά ο Αισχύλος στο απολεσθέν έργο του «Ηδωνοί».

Η Διονυσιακή επίσης λατρεία, η οποία εντοπίζεται στη Θράκη από τα Πελασγικά ακόμη χρόνια είναι βέβαιο ότι επικρατούσε και στην περιοχή του Στρυμόνα. Αναφέρεται μάλιστα ότι ο Διόνυσος είχε ανατραφεί σε κάποιο φανταστικό τόπο, κάποιο δροσερό ορεινό λειμώνα ή και κάποιο Θρακικό όρος με το όνομα Νύσα, που αποτέλεσε και το δεύτερο συνθετικό του ονόματός του, Διός-νυσος= Διόνυσος. Κατά τον καθηγητή Σβορώνο, ο Διόνυσος και η λατρεία του πρωτοεμφανίστηκαν στο Παγγαίο, όπου μάλιστα κατά τον ίδιο υπήρχε και το αναφερόμενο τοπωνύμιο Νύσα ή η πόλη Νυσήιον ή Νύσιον. Ο Ευστάθιος επίσης αναφέρει: «Νυσήιον δε ενταύθα όρος τι Θράκης ό και Νύσα λέγεται, αφ’ ης ο Διόνυσος ωνόμασθαι δοκεί κατά το Νύσια, όπερ εστί Διονυσιακά».

Ο Ηρόδοτος και ο Ευριπίδης αναφέρουν ότι στην κορυφή του Παγγαίου υπήρχε Μαντείο του Διονύσου, το οποίο, όπως πολλοί ισχυρίζονται, βρίσκονταν σε κάποιο από τα σπήλαια της περιοχής. Οι Οδόμαντες, που εκμεταλλεύονταν τα χρυσορυχεία του Παγγαίου, και κατοικούσαν αρχικά στην περιοχή του Παγγαίου, εγκαταστάθηκαν, όταν εκδιώχθηκαν το 479 π.Χ από τους Ηδωνούς, ανατολικά του Στρυμόνα στην περιοχή μεταξύ του σημερινού όρους Αγκίστρου -Σιδηροκάστρου μέχρι νοτίως Σερρών. Όπως και οι υπόλοιποι Θράκες, λάτρευαν τους δώδεκα Θεούς του Ολύμπου και είχαν προστάτη τους το Θεό Απόλλωνα.

Ο Οδόμας, από το όνομα του οποίου προέρχεται και η ονομασία της Οδομαντικής, της μεταξύ Στρυμόνος και Νέστου γεωγραφικής περιοχής, η οποία έφθανε μέχρι τα ΒΑ σύνορα της Θράκης με τη Μακεδονία, ήταν κατά τη μυθολογία γιός του Παίονος, ο οποίος με τη σειρά του ήταν γιος του Θεού Άρη και της Καλλιρόης, η οποία ήταν θυγατέρα του Νέστου. Ήταν δε αδελφός του Βίστονος και του Ηδωνού. Η σύνδεση του ονόματος αυτού με το Παγγαίο, δεν αποκλείει και την εκδοχή το όνομα Οδόμαντες να είναι σύνθετο, (οδό-μαντες) συνδεόμενο με μάντεις, που έδειχναν το δρόμο του μέλλοντος, οι οποίοι υπηρετούσαν την  Παν-γαία την πρώτη θεότητα που ίδρυσε μαντεία.

Οι Οδόμαντες ήσαν Παίονες, ενώ κατά τον Θουκυδίδη Θράκες. Ήσαν όμως αυτόνομος λαός με δικό τους ηγεμόνα. Κατά την περίοδο των Περσικών πολέμων δεν υποτάχτηκαν στους Πέρσες, ενώ αργότερα υπηρέτησαν στον Αθηναϊκό στρατό και στη συνέχεια υποτάχτηκαν στο Φίλιππο το Β΄, πατέρα του Μ. Αλεξάνδρου. Όπως αναφέρουν ο Ηρόδοτος και ο Θουκυδίδης, οι Οδόμαντες εκμεταλλεύονταν τα μεταλλεία αργύρου και χρυσού του Παγγαίου, ενώ μεταλλεία υπήρχαν και στο Άγκιστρο, τα οποία έχουν εντοπιστεί σήμερα από το ΙΓΜΕ.

Όπως συνάγεται από το μύθο και την παράδοση, είναι πολύ πιθανό και οι Κοττουσαίοι, οι οποίοι ήταν Οδόμαντες, να λάτρευαν τη Γαία από την περίοδο, που διάφοροι λαοί,  οι οποίοι εξέθρεψαν άλλους πολυθεϊσμούς, άρχισαν να εισέρχονται σε μια εποχή πνευματικής κρίσεως. Σχετική με το μύθο του  όρους Παγγαίου (Παν-γαίον, όρος της Παν- Γαίας), το οποίο, αναφέρεται ως ιερό βουνό είναι και η δοξασία για το σημερινό Άγιο όρος. Ο Άθως, που βρίσκεται απέναντι από το Παγγαίο είναι πολύ πιθανό να χαρακτηρίστηκε από τη Χριστιανική λατρεία ως Περιβόλι της Παναγιάς, για να συνεχίσει την παράδοση, περί της Παν-γαίας, αλλά και την αντίθεση στην ειδωλολατρία. Το ίδιο φαινόμενο συναντούμε άλλωστε και με τις άλλες θεότητες του δωδεκαθέου, οι οποίες υποκαταστάθηκαν από τη Χριστιανική λατρεία από τους δώδεκα αποστόλους και αντίστοιχους αγίους ή προφήτες.

                                      3. Είσοδος Ιερού του Πάνα , Απόλλωνα και Αρτέμιδος στην κοιλάδα
                                                                  παρά το Μαύρο Βράχο του Σιδηροκάστρου 

Την επιβλητική κοιλάδα του Σιδηροκάστρου, όπου εντοπίζονται ίχνη προϊστορικού οικισμού και ανακαλύφθηκε πρόσφατα ιερό του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος, όπως μαρτυρούν τα ολόσωμα αγάλματα των θεών αυτών και η μαρμάρινη κολώνα Ιωνικού ρυθμού, που ήλθαν στο φως, την διασχίζει ο ποτ. Κρουσοβίτης, ο οποίος έχει όλα τα φυσικά χαρακτηριστικά του ποταμού των Δελφών. Ο ποταμός των Δελφών ως γνωστόν,  ταυτίστηκε με τον πύθωνα του μύθου, τον οποίο δάμασε ή φόνευσε ο Απόλλωνας, διότι προκαλούσε με τα ορμητικά του νερά σε περιόδους  βροχοπτώσεων ζημιές στις αγροτικές καλλιέργειες. Αντίστοιχες ζημιές, προκαλούσε μέχρι τα τελευταία χρόνια και ο ποταμός Κρουσοβίτης στην περιοχή του Σιδηροκάστρου.

Το μυστηριακό τοπίο της κοιλάδας του Σιδηροκάστρου με τα σπήλαια, που αποτελούσαν τόπους άντλησης δύναμης, τους καταρράκτες και τα υπόγεια νερά, στη θέση Ζεστά Νερά, είναι πολύ λογικό να συνδέθηκε στην ανθρώπινη φαντασία με το μύθο και τη λατρεία του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος όπως  συμβαίνει και σήμερα με τη Χριστιανική λατρεία. Το φυσικό περιβάλλον της κοιλάδας αυτής, όπου δεσπόζουν ο Μαύρος Βράχος και ο βράχος του Κάστρου με τα σπήλαια, που προκαλεί και σήμερα την ανθρώπινη φαντασία, είναι πολύ λογικό να προκάλεσε στον πρωτόγονο άνθρωπο σχετικούς συνειρμούς με το  μύθο των Τιτάνων, εκ του οποίου προέρχεται και το όνομα της Κοττούσας.  Σε πλήθος θρύλων και μυθικών αντιλήψεων, που είναι κοινοί σε Έλληνες και τους άλλους Αρίους, έχουν εντοπισθεί δοξασίες συγγενικές με αυτές των Ελληνικών Θεών, που συνδέονταν με τοπωνύμια. Στα αρχαία φύλα, ανάμεσα στα οποία ανήκαν και οι Παίονες, που ήταν Ινδο-Ευρωπαϊκό ελληνικό θρακικό φύλο, επιβίωναν ακόμη οι αντιλήψεις πάνω στο θεμελιώδες κεφάλαιο της πίστης των Αρίων. Ήταν λογικό συνεπώς να καλλιεργείται η φιλοσοφική σκέψη και να επικρατεί στην περιοχή της Παιονικής, της Θράκης και της Μ. Ασίας ολόκληρη η αντίληψη για τον κόσμο των Θεών και των θείων δυνάμεων της Αρίας φυλής.

Τα μυθολογικά στοιχεία, ενισχύουν ακόμη και την εκδοχή να λειτουργούσε στο ιερό του Απόλλωνα, του Πάνα και της Αρτέμιδος, που ανακαλύφθηκε στην περιοχή των σπηλαίων του Σιδηροκάστρου, μαντείο ή Ασκληπείο προγενέστερο των Δελφών ή της Δωδώνης. Η  συνέχιση της ανασκαφικής έρευνας, όπως συνέβη και σ’ άλλες περιοχές, είναι πολύ πιθανό να επιβεβαιώσει τους μύθους.

Κυριακή 20 Ιανουαρίου 2013

ΤΟ ΒΥΖΑΝΤΙΝΟ ΚΑΣΤΡΟ ΤΟΥ ΣΙΔΗΡΟΚΑΣΤΡΟΥ
ΚΑΙ Η ΙΔΡΥΣΗ ΤΗΣ ΣΗΜΕΡΙΝΗΣ ΠΟΛΗΣ

Κάθε οχυρωματικό έργο, μικρό ή μεγάλο,  αντανακλά τον πολιτισμό που το παρήγαγε.  Στο Βυζάντιο, η τεχνολογία κατασκευής των οχυρών εκτός από  την  αισθητική διάσταση προσέδιδε και κάποια μεταφυσική σ’ αυτά.                                   
 Η οικοδόμηση οχυρώσεων,  αποτελούσε  σε κάθε ιστορική περίοδο έκφραση  αμυντικών  αναγκών,  που  εξυπηρετούσαν  τον  ελιγμό και τα σχέδια, για την απόκρουση της επικρατούσας αίσθησης κινδύνου. Η οχυρωματική συνεπώς αρχιτεκτονική προσαρμόζονταν στις στρατιωτικές  κυρίως ανάγκες  και τα  αμυντικά σχέδια του κράτους, στη διάρκεια ενός συγκεκριμένου χρονικού διαστήματος.                                     



                                       1. Γενική άποψη του Βυζαντινού κάστρου Σιδηροκάστρου

Οι οχυρώσεις  πέρα  από  την αμυντική τους λειτουργία,  είχαν και ένα κρίσιμο αισθητικό ρόλο,  που  είχε  ως στόχο τον ψυχολογικό εντυπωσιασμό του επιτιθέμενου, αλλά και των υπερασπιστών τους. Για τους Βυζαντινούς  τα τείχη  ήταν  ιερά,  με ιδιαίτερη συναισθηματική  αξία. Η  επιβίωση  των  πληθυσμών  της  Αυτοκρατορίας εξαρτιόταν κυρίως από  την  αποτελεσματικότητα των οχυρώσεων.  Η  ενσωμάτωση  δε,  στις  επιφάνειες  των  τειχών  και πύργων ιερών και άλλων συμβόλων,  εκτιμούσαν ότι απέτρεπαν  τους πολιορκητές, διότι εξέφραζαν την έντονη συναισθηματική  σχέση των ανθρώπων με τους κτιστούς αυτούς όγκους.                    

Κάθε κάστρο αποτελούσε μέρος μιας αλυσίδας, γιατί έπρεπε να βλέπει και να επικοινωνεί  οπτικά με τ’  άλλα κάστρα. Ο τόπος επιλέγονταν,  ώστε  το  κάστρο  να  έχει  τη δυνατότητα προμήθειας πόσιμου νερού από κρυφή πηγή και παροχή,  για να μην  μπορεί ακόμη και το  αλμυροταϊσμένο άλογο του πολιορκητή να εντοπίσει και ν’ αποκαλύψει στ’ αφεντικό του την παροχή, χτυπώντας με την οπλή του στο χώμα.           Επιδίωξη  ακόμη  του  αρχιτέκτονα ήταν και η κατασκευή κρυφής  εξόδου  και  σήραγγας,  για  τη  διαφυγή  των υπερασπιστών του κάστρου.                                                                                      
Για τις οικοδομικές  φάσεις  των  κάστρων  ελάχιστα  πράγματα είναι  γνωστά,  διότι  όταν  έπεφταν  ή  παραδίδονταν  ξαναχρησιμοποιούνταν από τον κατακτητή τους. Τα  κάστρα,  όπως  πολλές  από  τις σύγχρονες οχυρώσεις, ήταν περίκλειστες τοποθεσίες,  που περιέβαλαν ακόμη με τα τείχη τους πόλεις και μοναστήρια. Ως μεμονωμένα δε φρούρια, είχαν σκοπό να  φυλάγουν  κλεισούρες  και  διαβάσεις,  αμοιβαία  υποστηριζόμενα από την απέναντι πλευρά από ανεξάρτητους πύργους. Έτσι υποστηρίζονταν και το κάστρο του  Σιδηροκάστρου, έχοντας απέναντί του  τον  πύργο  του  Ανδρόνικου  του  Γ΄,  στην  αντίπερα  όχθη   του  ποταμού Κρουσοβίτη ή Αχλαδίτη.                                               

Η  περιοχή του Σιδηροκάστρου, λόγω της γεωπολιτικής της θέσης και των πολιτικών ανακατατάξεων, αδιαμφισβήτητα έχει  τη μακρύτερη ιστορία οχυρωματικής αρχιτεκτονικής από οποιοδήποτε άλλη περιοχή της Ευρώπης, διότι από την αρχαιότητα υπήρξε θέατρο συνεχών μετακινήσεων διάφορων λαών, αλλά και κυματοθραύστης επιδρομών ενοχλητικών  και  οδυνηρών  για  τον Ελληνισμό, κυρίως την περίοδο της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας.                                                          
Η οικοδόμηση  οχυρώσεων  κυριαρχήθηκε  στα  πρώτα στάδια, από τις  ανάγκες  της  όψιμης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, η οποία στη συνέχεια εκχριστιανίστηκε και ονομάσθηκε Βυζαντινή από τους σύγχρονους ιστορικούς. Οι  πρώτοι μάλιστα Βυζαντινοί Αυτοκράτορες, έριξαν όλο το βάρος των προσπαθειών τους στην απόκρουση των επαναλαμβανόμενων Βαρβαρικών επιδρομών, εφαρμόζοντας διάφορες στρατηγικές, που στηρίζονταν κυρίως στον ελιγμό και λιγότερο στην οχύρωση.           

Ο  Μέγας  Κωνσταντίνος ( 337-371 μ.Χ ),  ήταν ο πρώτος Αυτοκράτορας του Βυζαντίου,  που επιχείρησε  τη συστηματική ανοικοδόμηση  των  παλαιότερων  οχυρώσεων κατά μήκος του Δούναβη ποταμού.  Ακολούθησαν ο Θεοδόσιος ο Α΄ ( 371-395 μ.Χ) και άλλοι Αυτοκράτορες,  μέχρι  τον  Ιουστινιανό το Μεγάλο (528-565 μ.Χ),  ο οποίος ήταν  και  ο τελευταίος,  που  επεχείρησε ν’ ανοικοδομήσει οχυρά στη συνοριακή γραμμή του Δούναβη.   Ο  Ιουστινιανός ο Μέγας,  ήταν  ταυτόχρονα  αυτός  που  άρχισε και  την  ανοικοδόμηση  οχυρώσεων  στο  εσωτερικό της Αυτοκρατορίας.  Όπως  αναφέρει  ο  ιστορικός Προκόπιος, ο Ιουστινιανός έκτισε 146  νέα  φρούρια και αποκατέστησε 248 παλαιά, μόνο μέσα στα Βαλκάνια.                                                                  

Η δεύτερη σειρά φρουρίων,  η οποία άρχισε να κατασκευάζεται την  ίδια  εποχή, συνεχίσθηκε τα επόμενα διακόσια χρόνια, παρακολουθώντας την Εγνατία οδό.  Άρχιζε  από  το Δυρράχιο  και μέσω Αχρίδας, Στρώμνιτσας, Μελενίκου ή βορειότερα,  έφθανε μέχρι τη Μήδεια στη Μαύρη θάλασσα.                                                                                                         

Μια  τρίτη σειρά,  η οποία  κτίσθηκε  επίσης  αργότερα,  άρχιζε και αυτή  από  το Δυρράχιο ή την Πρέβεζα και μέσω Αχρίδας ή Λάρισας, Κοζάνης Βέροιας και Νάουσας, κατέληγε στη Θεσσαλονίκη. Από εκεί  δια  των  στενών της Ρεντίνας και της Νεάπολης (Καβάλας), κατέληγε στην Κωνσταντινούπολη.  Αυτές    ήσαν κυρίως οχυρώσεις πόλεων,  που  είχαν τη δυνατότητα άμυνας και προστασίας της πόλης σε περιόδους επιδρομών.                                     

                                    
                         2. Ερείπια πύργων του Βυζαντινού κάστρου Σιδηροκάστρου

Την  περίοδο, που αρχίζει να παρουσιάζεται έντονη οχυρωματική δραστηριότητα στην Αυτοκρατορία, εμφανίζεται και η μαζική εισβολή  στα  Βαλκάνια  των  Αβάρων  και  των Σλάβων, από τις οποίες η Αυτοκρατορία  δεν  θα  συνέρχονταν πλήρως. Αν όμως, οι Άβαροι υποχώρησαν από τη Βαλκανική σκηνή, οι Σλάβοι και ιδιαίτερα οι Βούλγαροι,  έγιναν  μόνιμοι κάτοικοί της και αποδείχθηκαν μόνιμη πρόκληση για τους επόμενους αιώνες.               

Οι κάτοικοι της περιοχής αυτής, από τότε ακόμη μέχρι τις ημέρες μας, σε περιόδους ειρήνης, ζούσαν και ζουν καθημερινά την προετοιμασία του πολέμου. Γι’ αυτό  και  η  ζωή τους ήταν στενά συνδεδεμένη με το σύνολο των οχυρώσεων.  Στην περιοχή αυτή δοκιμάσθηκε το σύνολο της  οχυρωτικής σκέψης  και  πρακτικής,  διότι πρότυπο της  αρχιτεκτονικής  των  οχυρώσεων του Ρούπελ ή «Γραμμής Μεταξά» υπήρξε το Βυζαντινό κάστρο.                                   

Η εμφάνιση της πυρίτιδας και η εξέλιξη των πυροβόλων όπλων από τον 14ο αιώνα, όπως είναι λογικό, αλλάζει κυρίως την αρχιτεκτονική τους  και  καθόλου  σχεδόν  την εσωτερική τους κάτοψη και λειτουργικότητα. Από υπέργεια και επιβλητικά, που δέσποζαν των υψωμάτων  με τους μεγαλοπρεπείς πύργους τους,  γίνονται πλέον υπόγεια, για  να  παρέχουν  και  την  ανάλογη  προστασία  στους υπερασπιστές τους.                                                         

Τα  μεσαιωνικά  κάστρα,  διακρίνονται από πλευράς αντικειμένου προστασίας και λειτουργίας σε τρεις κατηγορίες:            
- Σε μεγάλα οχυρά πόλεων, με δυνατότητα  άμυνας και προστασίας της πόλης σε περιόδους επιδρομών.                           
- Σε στρατιωτικά κάστρα, μικρά σε μέγεθος, αλλά  πολύ ισχυρά  σε κατασκευή, μέσα στα οποία υπήρχε και η κατοικία  του ηγεμόνα ή φεουδάρχου, ο οποίος συνήθως ήταν και διοικητής του στρατιωτικού τμήματος ή κλιμακίου και                                      
- Σε οχυρωμένα μοναστηριακά συγκροτήματα.                                   
                                                                                                      
Τα  Βυζαντινά κάστρα, όπως το κάστρο του Σιδηροκάστρου είναι   κτισμένα  πάνω  σε παλιά θεμέλια, που τα χαρακτηριστικά τους οδηγούν σε αρχαίες οχυρώσεις.  Ο  αστικός ιστός επίσης, διαμορφώνεται πάνω σε προγενέστερο υπόβαθρο.                                     

Τα χαρακτηριστικά των πρώτων  κάστρων  και φρουρίων, διακρίνονται  από  σχετικά  λεπτούς τοίχους,  αλλά υψηλούς με επάλξεις, χωρίς να  έχουν  κάποια  διαπλάτυνση στη βάση τους. Η είσοδος τους ήταν στενή, διότι εκπορθούνταν κυρίως με παραβίαση  κάποιας εισόδου ή με αναρρίχηση. Μετά την είσοδο υπήρχε προθάλαμος για τον έλεγχο των επισκεπτών, αλλά και την εξόντωση ανεπιθύμητων επισκεπτών, όταν εκπορθούνταν η κυρία είσοδος. Οι πύργοι τους ήταν ημικυκλικοί ή τετράγωνοι με επάλξεις, ενώ εσωτερικός περίδρομος τους συνέδεε μεταξύ τους. Τα  μεταγενέστερα  κάστρα  κτίζονταν  με  πιο ισχυρά τείχη και ισχυρές βάσεις,  διότι  εκπορθούνταν  με  πολιορκητικούς  κριούς  και άλλα μέσα.                        

Η  ανακάλυψη  και  χρήση  της  πυρίτιδας  υποχρέωσε και τους  αρχιτέκτονες,  να  βελτιώσουν  ακόμη  περισσότερο  την αντοχή τους. Έτσι πλέον αρχίζουν,  εκτός  από  το  πάχος  των τειχών και την εκμετάλλευση της  διαμόρφωσης  του  εδάφους, ν’  αποκτούν  και δεύτερο εσωτερικό τοίχο  με πατημένο χώμα, για να ενισχύουν κατ’ αυτόν τον τρόπο τη βάση τους.                                                             

Το ύψος  των  τειχών  έφθανε  συνήθως  τα  δέκα  μέτρα  και το πλάτος τους άρχιζε από το 1.80 μ και έφθανε τα 2,5 μ τουλάχιστον.              Στο εσωτερικό ή την ενδοχώρα,  τα κάστρα κτίζονταν με πέτρα ασβεστόλιθου και  ως  κονίαμα  χρησιμοποιούσαν  άμμο και ασβέστη. Ανάμεσα  στους  λίθους ή σε δύσκολα σημεία, κυρίως  στα  μεταγενέστερα κάστρα,  χρησιμοποιούσαν  (βήσαλα)  πλίνθους,  ενώ  στα πολύ παλαιά, επαναχρησιμοποιούσαν το αρχαίο υλικό. Για την κατασκευή  του κάστρου του Σιδηροκάστρου χρησιμοποιήθηκαν  κυρίως  πέτρες- βότσαλα  από  τον ποταμό Κρουσοβίτη, ο οποίος διαρρέει την πόλη.                                                      

Οχυρά φρούρια, που κτίζονταν πάνω σε υψώματα και βράχους, που η μια τους πλευρά ήταν απότομη ή απόκρημνη, διακρίνονταν για τη σοφή επιλογή της θέσεως τους, η οποία επηρέαζε και ισχυροποιούσε την αντίστασή τους.                             
Πίσω από τις επάλξεις, υπήρχε  διπλός  περίδρομος σε διαφορετικό  ύψος,  ενώ  ο  ιστός  των  εγκαταστάσεων  στρατωνισμού,   γραφείων και αποθηκών μέσα στο κάστρο ήταν πυκνός,  λόγω της στενότητας του χώρου, όπως συμβαίνει και στα σύγχρονα οχυρά. Στο πιο  ασφαλές  και  ζωτικό  σημείο του κάστρου δέσποζε το φρούριο  ή  Ακρόπολη,  όπως ονομάζονταν. 

                                                   3. Η ακρόπολη του Βυζαντινού κάστρου

Μέσα  στο φρούριο, το οποίο ήταν  η  πιο  ασφαλής  περιοχή,  διέμεναν  οι καστροφύλακες και στεγάζονταν  όλες  οι  στρατιωτικές  ή  κρατικές  υπηρεσίες. Μέσα σ’  αυτό  επίσης,  διανυκτέρευαν και οι επίσημοι επισκέπτες, ταχυδρόμοι κ.λ.π.                                                

Σε περίοπτη  θέση  του κάστρου,  κτίζονταν  η  εκκλησία,  προς τιμή  της  Παναγίας  του Κάστρου, της Καστριώτισας ή Καστριανής. Θεμέλια της εκκλησίας σώζονται μέχρι σήμερα, μέσα στο κάστρο του Σιδηροκάστρου.                                                                                             



                    4.Θεμέλια εκκλησίας Βυζαντινού κάστρου. Στο βάθος ο Μαύρος Βράχος σε σχήμα  
                                  γινανταίας  ανεστραμμένης κεφαλής, που ατενίζει τον ουρανό.

Όπου υπήρχε κενό ανάμεσα στις εγκαταστάσεις, κατασκεύαζαν υπόγεια « κινστέρνα »,  (δεξαμενές  ομβρίων υδάτων),  με  κουρασάνι, ένα  ειδικό  κεραμοκονίαμα,  δια μαλάξεως κεράμων ασβέστη και άμμου, με σκοπό να συγκρατούν το νερό επί πολλές ημέρες.               

Έξω  από  τα τείχη του κάστρου, υπήρχε το νεκροταφείο των υπερασπιστών του, με παρεκκλήσι προς τιμή συνήθως του Αγίου Αθανασίου,  του  Ιωάννη του Προδρόμου ή  της  Αγίας Παρασκευής. Η ανεύρεση  οστών  στην τούμπα (τύμβο),  40 μ. ΝΑ  και  δίπλα  από  την υπάρχουσα  σήμερα  υδατοδεξαμενή ( παλιό υδραγωγείο)  έξω από το κάστρο  του  Σιδηροκάστρου,  κατά  τη  διάνοιξη  πρόσβασης  για  τα οχήματα,  μαρτυρεί  ότι  στη  θέση  αυτή  βρίσκονταν το νεκροταφείο των υπερασπιστών του.                                                       
Τα πιο ισχυρά και πιο γερά κάστρα, συνήθιζαν να τ’ αποκαλούν σιδηρόκαστρα, ενώ τα’ ανίσχυρα,  που τα θεωρούσαν ως «αχαμνά» τ’ αποκαλούσαν «Ξυλόκαστρα». Το κάστρο του Σιδηροκάστρου,  από το οποίο προέρχεται και η ονομασία  της  πόλης,  ήταν  κατά  τον Ιωάννη τον Κατακουζηνό: «το των τειχών ευπαγές και λίαν οχυρόν».                                                          

Είναι γνωστό  επίσης, ότι  οι  Σλάβοι,  οι Άραβες και οι Νορμανδοί, δεν έκτιζαν κάστρα, διότι εισέβαλαν κυρίως  στη  Βυζαντινή Αυτοκρατορία, όχι για να την υποδουλώσουν, αλλά για αρπάξουν  και  να λεηλατήσουν. Το κάστρο του Σιδηροκάστρου, όπως και όλα τα  κάστρα κατά μήκος της κοιλάδας του Στρυμόνα ποτ. κτίσθηκε τον 7ο μ.Χ αιώνα σε μια περίοδο, που οι επιδρομές των Σλάβων έγιναν πλέον  μόνιμη πληγή για την Αυτοκρατορία.                                                                      

Ο γεωγραφικός χώρος της κοιλάδας του Στρυμόνα  αποτελούσε τον κύριο , σύντομο και μοναδικό για την εποχή εκείνη, άξονα επικοινωνίας μεταξύ των Παραδουνάβιων περιοχών με την  Ανατολική Μεσόγειο.                                                                             

Αυτοκράτορας,  την  περίοδο  που κτίσθηκε το κάστρο, ήταν ο Κωνσταντίνος ο Ε΄, (718-775 μ.Χ ), γιός του σπαθαρίου Λέοντα, που κατάγονταν από την Ισαυρία. Λέγεται ακόμη ότι ο Αυτοκράτορας αυτός, κατά τη βάπτισή του,  την ώρα που βυθίζονταν στην κολυμβήθρα  από τον Πατριάρχη Γερμανό, αφόδευσε και έκτοτε έφερε  την επωνυμία, ονειδιστικά υπό των αντιπάλων του, ως Κοπρώνυμος ή  Καβαλλίνος. Μάλιστα, ο αγιότατος Πατριάρχης Γερμανός είπε σχετικά:                                    
“Σημείον τούτο εστί του τη εκκλησία και τοις ευσεβείν ηρημένοις  μέγα το παιδίον τούτο χρηματίσαι κακόν”. 
(Σημάδι  είναι,  ότι το παιδί αυτό θα αποβεί μεγάλη συμφορά για την εκκλησία και όσους τιμούν  την  ευσέβεια).                 

Πράγματι ο  Κωνσταντίνος  ο Ε΄, υπήρξε και ο φανατικότερος από τους εικονομάχους Αυτοκράτορες του Βυζαντίου.Ο  Κοπρώνυμος  εξόρμησε πολλές φορές κατά των Βουλγάρων. Την πρώτη μάλιστα φορά, που συγκρούσθηκε μαζί τους, είχε μεγάλες απώλειες  όχι μόνο σε απλούς στρατιώτες, αλλά σε ευγενείς και στρατηγούς, οπότε  αναγκάσθηκε  να επιστρέψει ηττημένος. Αυτό πιθανόν τον οδήγησε  στην  απόφαση να οχυρώσει την περιοχή.  Ήδη  από την περίοδο  ακόμη  που  ήταν  ανήλικος,  ο πατέρας του εκμεταλλεύθηκε ένα μεγάλο σεισμό που έγινε στην Κωνσταντινούπολη  και  διέταξε να αυξηθούν  οι  φόροι  για την γρήγορη ανοικοδόμηση των τειχών. Από τότε καθιερώθηκε η είσπραξη αυτή,  σύμφωνα με την οποία για κάθε χρυσό νόμισμα εισπράττονταν εικοσιτέσσερις φόλες επιπλέον.     

Διοικητής του Θέματος  της  Θεσσαλονίκης  και  Δεσπότης των Σερρών,  ήταν  την  περίοδο  αυτή, ο Βασίλειος ο Κατακουζηνός, ενώ Αρχιτέκτονας του κάστρου,  ήταν  ο  ειδικός  στη  σχεδίαση και κατασκευή οχυρώσεων Ορέστης,  ο οποίος  έκτισε  επίσης, τα κάστρα του Κλειδίου και των Σερρών.                                                                 
Το κάστρο είναι  περιτειχισμένο  με μακρά τείχη,  τμήματα των οποίων σώζονται ακόμη,  ενώ  κατά  μήκος  των τειχών αυτών και σε απόσταση περίπου  40 με 50 μ.  μεταξύ τους,  υψώνονταν ημικυκλικοί πύργοι. Στο  εσωτερικό,  θεμελιώσεις, μας  προσδιορίζουν  τη  θέση της εκκλησίας  και  άλλων εγκαταστάσεων,  ενώ σώζονται ακόμη και αρκετά  «κινστέρνα».                               

Κατά την παράδοση,  υπόγεια  σήραγγα  ένωνε το κάστρο με το τη συνοικία «Βαρόσι», όπου κατοικούσαν οι οικογένειες των καστροφυλάκων και αποτελούσε τον κύριο ιστό,  την  αγορά, του ιδρυθέντος αστικού κέντρου.                                                                   


                                                 5. Η συνοικία Βαρόσι απέναντι απο το κάστρο 

Το κάστρο επεκτάθηκε  προς  τα ανατολικά τον 10ο μ.Χ αιώνα,  λίγα  χρόνια  πριν  από  τη  μεγάλη μάχη του Κλειδίου (1014 μ.Χ), επί Αυτοκράτορα Νικηφόρου Φωκά (963-969 μ.Χ).          

Ο Βασίλειος ο Βουλγαροκτόνος, με ορμητήριο του την περιοχή του Σιδηροκάστρου,          τρεις φορές συγκρούσθηκε  με τους Βουλγάρους στη θέση Κλειδί, προξενώντας σ’ αυτούς μεγάλες ζημιές.  Την άνοιξη όμως, του 1014 μ.Χ, κατέστρεψε ολοκληρωτικά   το   στρατό  του Σαμουήλ, εφαρμόζοντας τον κυκλωτικό ελιγμό απαλλάσσοντας επί εκατό και πλέον χρόνια την Αυτοκρατορία από τις επιδρομές τους. 

Από το  1185  μέχρι  το  1190  μ.Χ,  το Σιδηρόκαστρο και το κάστρο, πέρασαν στην κατοχή των Νορμανδών. Η  περίοδος αυτή, ήταν σχετικά  σύντομη, γιατί  οι  Βυζαντινοί,  κατάφεραν  να  τους απωθήσουν, τρέποντας αυτούς σε φυγή κ αι ν’ ανακαταλάβουν την περιοχή.   

Το 1204 μ.Χ,  όταν  η  Κωνσταντινούπολη έπεσε  στα χέρια των σταυροφόρων της  Δ΄ σταυροφορίας, ο  Βούλγαρος  Κράλης  και  ηγεμόνας  Ιωαννίτσης,  επωφελούμενος  από  την κατάσταση στην περιοχή,  πέρασε  τα  στενά  της  Κρέσνας  εισβάλοντας  στην  περιοχή  και έφθασε  μέχρι  τις Σέρρες, σπέρνοντας στο δρόμο του φωτιά και σίδερο.                                            

Παρά  την επιθετική  του  ορμή  και  ισχύ, δεν κατάφερε να κυριεύσει το κάστρο του Σιδηροκάστρου. Την εκδικητική του όμως μανία την πλήρωσαν οι Σέρρες.

Ο Ιωάννης Βατάτζης (1222-1255 μ.Χ), ανακαταλαμβάνει το Σιδηρόκαστρο και όλες τις άλλες πόλεις της άνω κοιλάδας του Στρυμόνα ποτ. από τους Βουλγάρους. Από το  1328- 1341μ.Χ, όταν Αυτοκράτορας στο Βυζάντιο  ήταν ο Ανδρόνικος  ο  Γ΄,  το  κάστρο  ανακαινίσθηκε  και  πλαισιώθηκε με πρόσθετα αμυντικά έργα, πύργους κ.λ.π

Την περίοδο αυτή,  κτίσθηκε  και ο πύργος, που φέρει το όνομα του Αυτοκράτορα στην αντίπερα όχθη του Κρουσοβίτη ποτ, απέναντι από το κάστρο,  δίπλα  στην  παλιά  θολωτή  πέτρινη γέφυρα, η οποία  αποτελούσε  κι’ αυτή,  ένα  υπέροχο μνημείο αρχιτεκτονικής αισθητικής του χώρου. Δυστυχώς  το μνημείο αυτό, δεν άντεξε τη φθορά του χρόνου και κάποιοι νεότεροι, θεώρησαν σκόπιμη  την  κατεδάφισή της και την κατασκευή μιας σύγχρονης και χωρίς αισθητική γέφυρας.                                                                                    


       6. Ο Βυζαντινός πύργος του Ανδρόνικου Γ΄ στην ανίπερα όχθη του Κρουσοβίτη απέναντι απο το κάστρο

Από το 1204 μ.Χ,  δεν υπάρχει ουσιαστικά Βυζαντινή Αυτοκρατορία. Υπάρχουν  μόνο  μικρά  κρατίδια  αποκομμένα  από το  κέντρο τους. Το  1345 μ.Χ,  ο  Κράλης της Σερβίας Στέφανος Δουσάν, επιχειρώντας, όπως  ισχυρίζονταν, ν’ ανασυστήσει τη Βυζαντινή Αυτοκρατορία,  πολιόρκησε  και κατέλαβε τις Σέρρες, παρακάμπτοντας το Σιδηρόκαστρο.  Όλη  όμως  η  περιοχή, μαζί με τις άλλες πόλεις της Βόρειας Μακεδονίας, περιήλθαν στη Σερβική κυριαρχία.                                  

Το 1374  μ.Χ,  μετά  από  29  χρόνια, το  Σιδηρόκαστρο  ανακαταλαμβάνεται  από  τα  στρατεύματα  της συμμαχίας  Βυζαντινών και Τούρκων,  για  να  περιέλθει,  οριστικά  πλέον,  το  1383  μ.Χ  υπό τον Τουρκικό ζυγό,  κάτω  υπό τον οποίο έμεινε επί 529 χρόνια,  μέχρι τον Οκτώβριο του 1912.                                            

Το 1668 μ.Χ,  περνώντας  από το Σιδηρόκαστρο, ο Τούρκος περιηγητής Εβλιγιά Τζελεμπή,  μας  δίδει  την  πληροφορία στο οδοιπορικό του, ότι το κάστρο διατηρούνταν  σε καλή κατάσταση,  αλλά δεν κατοικούνταν.                                                   

Τον Οκτώβριο του 1912, οι Βούλγαροι σύμμαχοι των  Ελλήνων στον Α΄ Βαλκανικό  πόλεμο  κατέλαβαν  το Σιδηρόκαστρο, εκδιωχθέντες οκτώ μήνες αργότερα,  κατά  τον  Β΄ Βαλκανικό πόλεμο, από τον προελαύνοντα  Ελληνικό  στρατό,  μετά  τις  ιστορικές και αιματηρές μάχες στο Κιλκίς,  το  Λαχανά και την αποκληθείσα  μάχη  του  Δεμίρ Ισσάρ (Σιδηροκάστρου).                         

Το 1916, λίγα χρόνια αργότερα, το κάστρο έγινε μάρτυρας μιας νέας τραγωδίας και μιας νέας κατοχής, που έζησε η πόλη.  Ταυτόχρονα όμως, μαζί με τους κατοίκους και  το  ίδιο πληγώνονταν ανεπανόρθωτα από τα 700 και πλέον φουρνέλα, που τοποθέτησαν οι Βούλγαροι κατακτητές στα σωθικά του Ιστορικού βράχου, για να καταστρέψουν το ιστορικό σύμβολο του Βυζαντίου και των παραδόσεων της Ελληνικής φυλής το δικέφαλο αετό. Τον Δικέφαλο αυτό αετό, μαζί με το μονόγραμμα του Στρατηλάτη  Βασιλιά Κωνσταντίνου  από τη μία πλευρά και του πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου από την άλλη, είχαν την έμπνευση και άρχισαν να φιλοτεχνούν πάνω στην απόκρημνη κατάπτωση του βράχου, οι  αμέσως μετά  την  απελευθέρωση του Σιδηροκάστρου  το  1913,  Μητροπολίτης Παρθένιος και ο  Υποδιοικητής ( Έπαρχος )  της Υποδιοικήσεως Σιδηροκάστρου, Σταμάτιος Σταματίου.  Αυτό βέβαια,  ενόχλησε  τους  Βουλγάρους,  όταν μετά από τρία χρόνια, το 1916,  επανήλθαν ως Σύμμαχοι των Γερμανών κατά τον Α΄ Παγκόσμιο  πόλεμο  και  κατέβαλαν  κάθε δυνατή προσπάθεια να τον καταστρέψουν, προκαλώντας φυσικά και ζημιά στο κάστρο.