Δευτέρα 11 Μαρτίου 2013

ΔΙΟΝΥΣΙΑΚΑ ΚΑΙ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΆ ΕΘΙΜΑ ΤΗΣ ΑΠΟΚΡΙΑΣ

Τα έθιμα της αποκριάς είναι στενά συνδεδεμένα με τις αρχαίες Διονυσιακές γιορτές της άνοιξης και της αφύπνισης από τη χειμερία νάρκη των ερπετών. Σ’ αυτά προστέθηκαν τη Χριστιανική εποχή έθιμα συνδεδεμένα με τη Σαρακοστή και τη Χριστιανική παράδοση, ενώ αρκετά από αυτά σατιρίζουν και δρώμενα της Τουρκοκρατίας.

ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΟΥ ΚΙΟΠΕΚ ΒΕΗ (ΗΓΕΜΟΝΑ ΤΩΝ ΣΚΥΛΩΝ)

 

Στα χωριά της ανατολικής Θράκης, κατά τη Βυζαντινή περίοδο, αλλά και την Τουρκοκρατία,  οι Έλληνες διασκέδαζαν με φαιδρότητα και ευθυμία, τη Δευτέρα (Καθαρά Δευτέρα), μετά την Κυριακή της αποκριάς ή Τυρινής με τα Διονυσιακά έθιμα. Την ημέρα αυτή δυο άνδρες τους οποίους επέλεγε μια επιτροπή, μεταμφιέζονταν ο ένας σε γυναίκα και ο άλλος σε υπάλληλο. Αυτός που ντύνονταν γριά με καμπούρα κρατούσε στα χέρια του μια κούκλα ως βρέφος. Ο άλλος, που ντύνονταν υπάλληλος, έδενε σ’ ένα κοντάρι διάφορα ράκη, τα οποία εμβάπτιζε σε ένα δοχείο με λάσπη. Περιφερόμενος την παραμονή της γιορτής στις διάφορες συνοικίες του χωριού καλούσε τους χωριανούς του για την επομένη, ραντίζοντας και κηλιδώνοντας, όποιον συναντούσε, εάν αρνούνταν να του προσφέρει φιλοδώρημα.

Την άλλη ημέρα συναθροίζονταν τα μέλη της επιτροπής και επέλεγαν κάποιον που θα υποδύονταν τον μπέη. Αφού τον μεθούσαν, του έβαφαν το πρόσωπο και τα χέρια του, για τον κάνουν μαύρο ως αφρικανό. Έπειτα έθεταν στο κεφάλι του ένα κωνικό κάνιστρο ως κορώνα και τον στόλιζαν με ψάρια, σκουμπριά και παλαμίδες, κουδουνάκια και φτερά παγωνιού, ενώ κρεμούσαν  στη φορεσιά του αρμαθιές σκόρδων και κρεμμυδιών, που τα τύλιγαν γύρω του. Αφού του έδιναν στα χέρια μια ράβδο ως σκήπρο, που είχε στην κορυφή της σφηνωμένο ένα μεγάλο ρεπάνι, τον ανέβαζαν σ’ ένα δίφρο (δίτροχο άρμα –κάρο, που χωρούσε δύο άτομα) και τον περιέφεραν στους δρόμους με αλαλαγμούς και ιαχές. Προ της αμάξης έτρεχαν η γριά με τον υπάλληλο και όποιον συλλάμβαναν τον έφερναν προ του μπέη. Εκεί τον υποχρέωναν να προσκυνήσει και να προσφέρει δώρα και κρασί, το οποίο άδειαζαν σ’ ένα βαρέλι, που υπήρχε επί του δίτροχου κάρου. Τότε ο καθήμενος δίπλα στο μπέη γραμματέας έγραφε τ’ όνομά του, ενώ ο μπέης ευλογούσε τον δωρητή με ένα φαλό, που κρατούσε στο χέρι του, ευχόμενος υπέρ ευδαιμονίας αυτού και της οικογένειας του. Εάν κάποιος αρνούνταν να προσφέρει δώρα τον μαύριζαν.

Αφού περιέρχονταν όλο το χωριό επέστρεφαν πάλι στο χώρο απ’ όπου ξεκίνησαν, ο οποίος βρίσκονταν συνήθως στην άκρη του χωριού.  Εκεί χόρευαν στην ύπαιθρο υπό τους ήχους της γκάΪντας και τυμπάνου, πίνοντας και μεθώντας, στραγγίζοντας όλο το περιεχόμενο του βαρελιού με το κρασί.

Στο τέλος, αφού ο μπέης τους ευλογούσε όλους, ευχόμενος υπέρ ευφορίας της γης και άφθονης παραγωγής κρασιού, τον ανέβαζαν τα μέλη της επιτροπής σε κάποιο ύψωμα και από εκεί άφηναν το δίφρο (δίτροχο κάρο) ελεύθερο με τον ταλαίπωρο μπέη επάνω σ’ αυτό. Αυτός δε μέσα σε φρενίτιδα επευφημιών και σαρκασμών κυλίονταν μαζί με το δίφρο επί του εδάφους.


ΤΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΚΑΜΗΛΑΣ


Την Κυριακή της Τυρινής ή την Καθαρά Δευτέρα στην Ανατολική Θράκη τελούνταν το έθιμο της Καμήλας, το οποίο οι πρόσφυγες μετέφεραν στη Μακεδονία, αν και συναντάται σε όλη τη νοτιο-ανατολική Ευρώπη με διάφορες παραλλαγές. Το έθιμο αυτό το γιορτάζουν και οι Μουσουλμάνοι την ημέρα της γιορτής του Μπαϊραμιού και το αποκαλούν «ντεβέ», που σημαίνει καμήλα. Γι’ αυτό είναι άγνωστο, αν είναι Τούρκικο ή Ελληνικό. 

Σύμφωνα με το έθιμο, δύο άνδρες μεταμφιεσμένοι σε νύφη και γαμπρό, γυρνούσαν με ζουρνάδες και νταούλια στις συνοικίες κάθε πόλης ή χωριού με τους συνοδούς τους, δεχόμενοι κεράσματα και χρήματα, τα οποία προσέφεραν συνήθως σε φτωχούς ή για να προικίσουν κάποια άπορη κοπέλα. Τους ακολουθούσε επίσης το ομοίωμα μιας Καμήλας, που κατασκευάζονταν συνήθως από ένα κρανίο ζώου, αλόγου ή ημίονου, ενώ το υπόλοιπο σώμα αποτελούσε μια ίσια σκάλα σκεπασμένη με διάφορα κιλίμια, την οποία υποβάσταζαν δύο άτομα, που αναπαρίσταναν τα πόδια του ζώου. Στο τέλος της ημέρας ή όταν ολοκληρώνονταν ο γύρος του χωριού, στήνονταν γλέντι με τα νταούλια και άφθονο κρασί.  

Στη Μακεδονία το έθιμο αυτό οργανώνεται την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, ενώ στη Χαλκιδική την ημέρα των Θεοφανείων, δίδοντας σ’ αυτό συμβολικό Χριστιανικό χαρακτήρα. Στην πρώτη περίπτωση, οι κάτοικοι των χωριών της Μακεδονίας μεταμφιεσμένοι οι ίδιοι σε καμήλες τριγυρνούν στο δρόμο με αλαλαγμούς και συνθήματα, για να παραπλανήσουν τους στρατιώτες του Ηρώδη, οι οποίοι αναζητούν το νεογέννητο Χριστό. Στη δεύτερη περίπτωση, της Χαλκιδικής, αλλά και στο Μελένικο, το έθιμο είχε ιστορική αναφορά στην απαγωγή από τούρκο επίτροπο μιας Χριστιανής κοπέλας της Μανιώς, όπως το σχετικό δημοτικό τραγούδι.  Αναπαριστάνει δε, το τέχνασμα που εφάρμοσε ο αγαπητικός της με τους φίλους του, για να πάρουν πίσω την κοπέλα. Η αναπαράσταση αυτή γίνεται με έξι άνδρες, οι οποίοι μπαίνουν κάτω από το ομοίωμα της καμήλας, κουνώντας κουδούνια, τραγουδώντας και βαδίζοντας ρυθμικά, για να παραπλανήσουν τον τούρκο επίτροπο, να μπουν στο σπίτι του, όπως πρόβλεπε το έθιμο και ν’ αρπάξει ο  αγαπητικός με τους φίλους του την κοπέλα, την οποία έκρυβαν κάτω από την καμήλα.

Την επόμενη ημέρα, του Αϊ Γιαννιού, όπως και στη Θήβα την Καθαρά Δευτέρα, αναβιώνει το έθιμο του γάμου της Μανιώς, με αναπαράσταση του παραδοσιακού γάμου, για να μην την ξαναπάρουν οι τούρκοι. Όλα βέβαια τα δρώμενα κλείνουν σε όλες τις περιπτώσεις με παραδοσιακή μουσική, κρασί και γλέντι. 


ΤΟ ΧΡΙΣΤΙΑΝΙΚΟ ΕΘΙΜΟ ΤΗΣ ΣΥΓΧΩΡΕΣΗΣ

ΜΕ ΤΟ ΑΥΓΟ ΚΑΙ  ΤΟ ΧΑΛΒΑ (ΧΑΣΚΑ)

 

            Το μεσημέρι της Κυριακής της Τυρινής όλα τα μέλη της οικογένειας και οι συγγενείς επισκέπτονταν τον παππού και τη γιαγιά με τα φαγητά τους,  για να συνφάγουν και ν’ ασπασθούν το χέρι τους. Ως επιδόρπιο τους μοίραζε ο παππούς ένα βραστό αυγό, το οποίο έβαζε ολόκληρο στο στόμα τους, για να το στουπώσουν  και να μη κακολογούν κατά τη διάρκεια της σαρακοστής και όλο το χρόνο. Στη συνέχεια κρεμούσαν από την οροφή ή σε μία ράβδο μια κλωστή, στο άκρο της οποίας έδεναν ένα γλυκό κουλούρι, ή σησαμένιο χαλβά. Καθήμενα όλα τα μικρά μέλη της οικογένειας γύρω από αυτό, το περιέστρεφε ο παππούς, φέροντας το χαλβά κοντά στα στόματά τους. Τα παιδιά δε προσπαθούσαν να το δαγκώσουν και να κόψουν ένα κομμάτι. Στη συνέχεια, μοίραζαν σε όλους από το σησαμένιο χαλβά, με καρύδι και άλλα γλυκά, για να βγαίνουν από το στόμα τους μόνο γλυκά λόγια. Στο τέλος, έβαζαν φωτιά στην κλωστή και αν καίγονταν όλη προμήνυε υγεία, ευτυχία και παντρειά, αν υπήρχε κόρη σε τέτοια ηλικία. Εάν έσβηνε, αυτό ήταν κακός οιωνός, προμηνύοντας τα αντίθετα.

Το βράδυ, τα παιδιά του χωριού ή της συνοικίας μαζεύονταν στην πλατεία και έβαζαν φωτιά στις παλιές ψάθες, οι οποίες μαζί με τις κουρελούδες, αποτελούσαν τα χειμωνιάτικα στρωσίδια εκείνης της εποχής. Το κάψιμο της ψάθας, που το διασκέδαζαν τα παιδιά πηδώντας πάνω από τη φωτιά, σηματοδοτούσε και το τέλος του χειμώνα, για ν’ ακολουθήσει την επομένη η καθαρά Δευτέρα με γενική καθαριότητα σ’ όλα τα σπίτια ενόψει της σαρακοστής για το Πάσχα.